ὀροφή: Difference between revisions
Ἡ πατρίς, ὡς ἔοικε, φίλτατον βροτοῖς → Homini, ut videtur, patria res dulcissima est → Die Heimat ist der Menschen Liebstes, wie es scheint
m (Text replacement - "</span> ;" to "</span>;") |
|||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὀροφή:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> потолок ([[ὑψόθεν]] ἐξ ὀροφῆς Hom.);<br /><b class="num">2)</b> крыша, кровля Plut.: τὸ [[καταστέγασμα]] τῆς ὀροφῆς Her. кровельное перекрытие, кровельный материал;<br /><b class="num">3)</b> крышка, верхушка (τοῦ σμήνους Arst.). | |elrutext='''ὀροφή:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> потолок ([[ὑψόθεν]] ἐξ ὀροφῆς Hom.);<br /><b class="num">2)</b> крыша, кровля Plut.: τὸ [[καταστέγασμα]] τῆς ὀροφῆς Her. кровельное перекрытие, кровельный материал;<br /><b class="num">3)</b> [[крышка]], [[верхушка]] (τοῦ σμήνους Arst.). | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |
Revision as of 11:30, 19 August 2022
English (LSJ)
ἡ, (ἐρέφω) A roof of a house, or ceiling of a room, Od.22.298, IG12.373.246, Hdt.2.148, Pherecr.121, Ar.Nu.173, etc.: pleon., καταστέγασμα τῆς ὀ. Hdt.2.155; διελεῖν τὴν ὀ. take off the tiling, Th. 4.48; cf. κέραμος 11.2: pl., woodwork of the roof, Thphr.HP5.3.7. 2 top of a beehive, Arist.HA624a6. II Syrian name of a plant, = κροκοδιλιάς, Aët.11.2.
German (Pape)
[Seite 386] ἡ (ἐρέφω), die obere Decke eines Zimmers, ὑψόθεν ἐξ ὀροφῆς, Od. 22, 298; Ar. Nubb. 174; Plat. Rep. VII, 529 b u. öfter; ἀναβάντες ἐπὶ τὸ τέγος τοῦ οἰκήματος καὶ διελόντες τὴν ὀροφὴν ἔβαλλον τῷ κεράμῳ, das Dach abdeckend, Thuc. 4, 48; τῷ πυρὶ κατελυμήνατο τὰς ὀροφάς, Pol. 5, 9, 3; Sp., wie Plut. Lacon. apophth. p. 222.
Greek (Liddell-Scott)
ὀροφή: ἡ, (ἐρέφω) ἡ στέγη οἰκίας ἢ τὸ ἐσωτερικὸν στέγασμα, «ταβάνι», δωματίου, Ὀδ. Χ. 298, Ἡρόδ. 2. 148, Φερεκρ. ἐν «Μυρμηκανθρώποις» 6, Ἀριστοφ., κλ.· πλεοναστ., καταστέγασμα τῆς ὀροφῆς Ἡρόδ. 2. 155. ὀροφὴν διελεῖν, ἀφελεῖν τὰς κεραμίδας, Θουκ. 4. 48· πρβλ. κέραμος· - ἐν τῷ πληθ. τὰ ξύλα τῆς στέγης, τὸ τοῦ Πλινίου, contignationes, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 3, 7. 2) ἡ κορυφὴ κυψέλης μελισσῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 8.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
toit d’une maison.
Étymologie: ἐρέφω.
English (Autenrieth)
(ἐρέφω): roof, ceiling, Od. 22.298†.
Greek Monolingual
η (ΑΜ ὀροφή)
η εσωτερική επάνω επιφάνεια ενός χώρου, το εσωτερικό επιστέγασμα ενός δωματίου, το ταβάνι
νεοελλ.
1. η στέγη ενός οικήματος, ενός κτηρίου
2. μτφ. το ανώτατο όριο το οποίο μπορεί να φθάσει ένα μέγεθος
3. (αεροπ.) το ανώτατο ύψος πτήσης αεροπλάνου δεδομένου τύπου
4. (αερον.-μετεωρ.) η κατακόρυφη απόσταση της βάσης του χαμηλότερου στρώματος νεφών, το οποίο καλύπτει το μισό τουλάχιστον του ουράνιου θόλου από την επιφάνεια της θάλασσας ή του εδάφους
αρχ.
1. η κορυφή της κυψέλης τών μελισσών
2. συριακή ονομασί φυτού, αλλ. κροκοδιλιάς
3. στον πληθ. αἱ ὀροφαί
τα σανιδώματα της σκεπής, τα ξύλα της στέγης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα του ρ. ἐρέφω].
Greek Monotonic
ὀροφή: ἡ (ἐρέφω), στέγη ενός σπιτιού ή ταβάνι ενός δωματίου, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ὀροφή: ἡ
1) потолок (ὑψόθεν ἐξ ὀροφῆς Hom.);
2) крыша, кровля Plut.: τὸ καταστέγασμα τῆς ὀροφῆς Her. кровельное перекрытие, кровельный материал;
3) крышка, верхушка (τοῦ σμήνους Arst.).
Frisk Etymological English
-φος Meaning: cover, roof, ceiling
See also: s. ἐρέφω.
Middle Liddell
ὀροφή, ἡ, ἐρέφω
the roof of a house, or the ceiling of a room, Od., Hdt., etc.
Frisk Etymology German
ὀροφή: -φος
{orophḗ}
Meaning: Bedeckung, Dach, Decke
See also: s. ἐρέφω.
Page 2,426