κηπίον: Difference between revisions
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κηπίον:''' τό<br /><b class="num">1)</b> садик Thuc., Polyb.;<br /><b class="num">2)</b> «садик» (особый вид прически) Luc. | |elrutext='''κηπίον:''' τό<br /><b class="num">1)</b> [[садик]] Thuc., Polyb.;<br /><b class="num">2)</b> «садик» (особый вид прически) Luc. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[κηπίον]], ου, τό,<br />Dim. of [[κῆπος]]: a parterre: metaph. a [[decoration]], [[appendage]], Thuc. | |mdlsjtxt=[[κηπίον]], ου, τό,<br />Dim. of [[κῆπος]]: a parterre: metaph. a [[decoration]], [[appendage]], Thuc. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:45, 19 August 2022
English (LSJ)
τό, Dim. of κῆπος, SIG46.15 (Halic., v B.C.), Plb.6.17.2, Gal.2.211, PSI1.77.18, etc.: metaph., A appendage, κ. καὶ ἐγκαλλώπισμα πλούτου Th.2.62. II = κῆπος ΙΙ, Luc.Lex.5.
German (Pape)
[Seite 1432] τό, dasselbe; Thuc. 2, 62, falsch κήπιον betont (vgl. B. A. 794, 7); Pol. 6, 17, 2; – auch eine Art sich die Haare scheeren zu lassen, Luc. Lexiph. 5.
Greek (Liddell-Scott)
κηπίον: τό, ὑποκορ. τοῦ κῆπος, Πολύβ. 6. 17, 2, Συλλ. Ἐπ. 8855· μικρὸν γήπεδον ἢ κηπάριον παρὰ τὴν οἰκίαν ἐν πόλει κομψῶς κεκαλλιεργημένον, Θουκ. 2. 62. ΙΙ. = κῆπος 11, Λουκ. Λεξιφ. 5.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 petit jardin, fig. dépendance, accessoire;
2 sorte de coiffure.
Étymologie: κῆπος.
Greek Monolingual
κηπίον, τὸ (Α) κήπος
1. μικρός κήπος
2. μτφ. μικρός κήπος δίπλα σε σπίτι για να το καλλωπίζει, προσάρτημα καλλωπιστικό του σπιτιού («κηπίον ἢ ἐγκαλλώπισμα πλούτου πρὸς ταύτην νομίσαντας ὀλιγωρῆσαι», Θουκ.)
3. τρόπος κοψίματος και διακόσμησης τών μαλλιών, αλλ. κήπος («καὶ γὰρ οὐ κηπίον, ἀλλὰ σκάφιον ἐκεκάρμην», Λουκιαν.).
Greek Monotonic
κηπίον: τό, υποκορ. του κῆπος· περιβόλι, παρτέρι· μεταφ., συμπλήρωμα, προσθήκη, στολισμός, σε Θουκ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κηπίον -ου, τό, demin van κῆπος. tuintje. kepion (bepaalde haardracht).
Russian (Dvoretsky)
κηπίον: τό
1) садик Thuc., Polyb.;
2) «садик» (особый вид прически) Luc.
Middle Liddell
κηπίον, ου, τό,
Dim. of κῆπος: a parterre: metaph. a decoration, appendage, Thuc.