κορακῖνος: Difference between revisions Search Google

From LSJ

Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.

Horace, Epistles 1.34
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κορᾰκῖνος:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> вороненок, молодой ворон Arph.;<br /><b class="num">2)</b> вороненок (морская рыба черного цвета) Arph., Arst.
|elrutext='''κορᾰκῖνος:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> вороненок, молодой ворон Arph.;<br /><b class="num">2)</b> [[вороненок]] (морская рыба черного цвета) Arph., Arst.
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 13:00, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορακῖνος Medium diacritics: κορακῖνος Low diacritics: κορακίνος Capitals: ΚΟΡΑΚΙΝΟΣ
Transliteration A: korakînos Transliteration B: korakinos Transliteration C: korakinos Beta Code: koraki=nos

English (LSJ)

ὁ, A young raven, Ar. Eq.1053. 2 = κορακίας, Hsch. II a fish, Epich.44, Ar.Lys. 560, Philyll.13.3, Alex.18, Numen. ap. Ath.7.308e, Arist.HA610b5; found in the Nile, Str.17.2.4, J.BJ3.10.8, PFay.116.4 (ii A. D.); so called from its black colour, Opp.H.1.133; acc. to Ath.7.309a διὰ τὸ τὰς κόρας κινεῖν.

Greek (Liddell-Scott)

κορᾰκῖνος: ὁ, (κόραξ) μικρός, νέος κόραξ, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1053. ΙΙ. ἰχθύς τις ὅμοιος τῇ πέρκῃ, ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 560, Κωμικ. παρ’ Ἀθην. 308 κἑξ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 2, 1, κ. ἀλλ.· φέρεται κοράκινοι παρ’ Ἐπιχάρμ. 28 Ahr.· ― ἰδίως εὑρισκόμενος ἐν τῷ Νείλῳ, Στράβ. 823, Πλίν.· καλούμενος οὕτως ἐκ τοῦ μέλανος αὐτοῦ χρώματος, Ὀππ. Ἁλ. 1. 133· ἢ κατὰ τὸν Ἀθήν. 309, ἀπὸ τοῦ κόρας κινεῖν! πρβλ. κορᾰκῑνίδιον.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 jeune corbeau;
2 coracin, poisson de mer, ou du Nil.
Étymologie: κόραξ.

Greek Monolingual

κορακῑνος, ὁ (ΑM)
είδος θαλάσσιου ψαριού που ονομάστηκε έτσι για το μαύρο χρώμα του («ὅλως δὲ ἀγελαῑά ἐστι τὰ τοιάδε
θυννίδες... κορακῑνοι», Αριστοτ.)
αρχ.
1. μικρός κόρακας, κορακόπουλο
2. (κατά τον Ησύχ.) κορακίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόραξ, -κος + κατάλ. -ῖνος (πρβλ. κυπρίνος, χυτρίνος)].

Greek Monotonic

κορᾰκῖνος: ὁ (κόραξ), νεαρό κοράκι, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

κορᾰκῖνος:
1) вороненок, молодой ворон Arph.;
2) вороненок (морская рыба черного цвета) Arph., Arst.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κορακῖνος -ου, ὁ [κόραξ] jonge raaf. kleine donkere zeevis, missch. ombervis.

Middle Liddell

κορᾰκῖνος, ὁ, κόραξ
a young raven, Ar.