ἐπίδεσμος: Difference between revisions

From LSJ

πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐπίδεσμος:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> повязка, бинт Arph., Arst., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> перевязывание Plut.
|elrutext='''ἐπίδεσμος:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> повязка, бинт Arph., Arst., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> [[перевязывание]] Plut.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἐπί-δεσμος, ὁ,<br />an [[upper]] or [[outer]] [[bandage]], Ar.
|mdlsjtxt=ἐπί-δεσμος, ὁ,<br />an [[upper]] or [[outer]] [[bandage]], Ar.
}}
}}

Revision as of 13:48, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπῐ́δεσμος Medium diacritics: ἐπίδεσμος Low diacritics: επίδεσμος Capitals: ΕΠΙΔΕΣΜΟΣ
Transliteration A: epídesmos Transliteration B: epidesmos Transliteration C: epidesmos Beta Code: e)pi/desmos

English (LSJ)

ὁ, upper or outer bandage, Hp.Off.9, Ar.V.1440, Arist.HA630a6, Ph. Bel.96.19: metaph., of fortresses as the 'fetters' of Greece, Str.9.4.15: heterocl. pl. ἐπίδεσμα Ael.NA8.9:—also ἐπίδεσμον, τό, Gal.13.686.

German (Pape)

[Seite 936] ὁ, der Verband, die Bandage, Ar. Vesp. 1440; Arist. H. A. 9, 44; Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίδεσμος: ὁ, ἐξωτερικὸς ἐπίδεσμος, Ἱππ. περὶ Ἰητρεῖον 743 κ. ἀλλ., Ἀριστοφ. Σφ. 1440· ἑτερόκλ. πληθ. ἐπίδεσμα, τά, Αἰλ. π. Ζ. 8. 9:- ὡσαύτως, ἐπίδεσμον, τό, Γαλην.· ἐπίδεσμα, τό, Ἱππ. (ἴδε ἐν λ.), ὅρα Λοβ. Φρύν. 292, καὶ σημείωσιν εἰς Θωμ. Μάγ. σ. 502.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
ligament, bandelette pour pansement.
Étymologie: ἐπί, δεσμός.

Greek Monolingual

ο (AM ἐπίδεσμος)
ταινία αποστειρωμένου ή απολυμασμένου υφάσματος με την οποία δένεται τραύμα, πληγή ή πάσχον μέλος του σώματος
νεοελλ.
1. ένωση δύο ή περισσότερων ναυτικών σχοινιών με ένα λεπτό σχοινί
2. φρ. «γύψινος επίδεσμος» — επίδεσμος και βρεγμένος γύψος —ο οποίος σκληραίνει μετά την τοποθέτηση— για να συγκρατηθεί και να ακινητοποιηθεί μέλος του σώματος για ορισμένο χρονικό διάστημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δεσμός (< δέω «δένω»)].

Greek Monotonic

ἐπίδεσμος: ὁ, ανώτερος ή εξωτερικός επίδεσμος, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίδεσμος:
1) повязка, бинт Arph., Arst., Plut.;
2) перевязывание Plut.

Middle Liddell

ἐπί-δεσμος, ὁ,
an upper or outer bandage, Ar.