θελκτήριος: Difference between revisions

From LSJ

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 , $4")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''θελκτήριος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[околдовывающий]], [[волшебный]] (φίλτρα ἔρωτος Eur.);<br /><b class="num">2)</b> чарующий, полный обаяния (ὄμματος [[τόξευμα]] Aesch.);<br /><b class="num">3)</b> [[завлекающий]], [[обольстительный]] ([[μῦθος]] Aesch.; [[ἐπῳδή]] Plut.);<br /><b class="num">4)</b> [[успокаивающий]], [[умиротворяющий]] (μύθου [[μῦθος]] θ. Aesch.).
|elrutext='''θελκτήριος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[околдовывающий]], [[волшебный]] (φίλτρα ἔρωτος Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[чарующий]], [[полный обаяния]] (ὄμματος [[τόξευμα]] Aesch.);<br /><b class="num">3)</b> [[завлекающий]], [[обольстительный]] ([[μῦθος]] Aesch.; [[ἐπῳδή]] Plut.);<br /><b class="num">4)</b> [[успокаивающий]], [[умиротворяющий]] (μύθου [[μῦθος]] θ. Aesch.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 16:10, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θελκτήριος Medium diacritics: θελκτήριος Low diacritics: θελκτήριος Capitals: ΘΕΛΚΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: thelktḗrios Transliteration B: thelktērios Transliteration C: thelktirios Beta Code: qelkth/rios

English (LSJ)

ον, A enchanting, soothing, μῦθοι, λόγοι, A.Eu.81, E. Hipp.478; ὄμματος θ. τόξευμα the eye's magic shaft, A.Supp.1004: c. gen., φίλτρα θ. ἔρωτος E.Hipp.509; μύθου μῦθος θ. speech that heals speech, A.Supp.447: in late Prose, θ. ἀγωνίσματα, of poems, Agath. Praef.

German (Pape)

[Seite 1193] ον, bezaubernd, beschwichtigend, anlockend; θελκτηρίους μύθους ἔχοντες Aesch. Eum. 81; Suppl. 442; ὄμματος θελκτήριον τόξευμα Suppl. 982, der Zauberpfeil des Blickes; μ ῦθοι auch Eur. Hipp. 478; ἐπῳδή Plut. amator. 16 M.

Greek (Liddell-Scott)

θελκτήριος: -ον, θέλγων, μαγεύων, καταπραΰνων, μῦθοι Αἰσχύλ. Εὐμ. 81, Εὐρ. Ἱππ. 478· ὄμματος θελκτήριον τόξευμα, τοῦ ὀφθαλμοῦ τὸ μαγικὸν βέλος, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1004· μετὰ γεν., φίλτρα θ. ἔρωτος Εὐρ. Ἱππ. 509· μύθου μῦθος θ., λόγος θεραπεύων λόγον, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 447.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui charme, adoucit, apaise.
Étymologie: θέλγω.

Greek Monolingual

θελκτήριος, -ον (Α) θελκτήρ
1. αυτός που θέλγει, αυτός που καταπραΰνει
2. ελκυστικός, μαγευτικός, απατηλός
(«ὄμματος θελκτήριον τόξευμα» — το μαγικό βέλος του οφθαλμού, Αισχύλ.)
3. το ουδ. ως ουσ. τo θελκτήριον
α) (για τη ζώνη της Αφροδίτης) θέλγητρο, μαγεία
β) (για άσματα) μέσο αναψυχής, διασκεδάσεως
γ) μέσο εξιλασμού («ἤ ἐάαν μέγ' ἄγαλμα θεῶν θελκτήριον εἶναι», Ομ. Οδ.)
δ) μέσο για ανακούφιση τών πόνων, τών κόπων («πόνων θελκτήριον», Αισχύλ.).

Russian (Dvoretsky)

θελκτήριος:
1) околдовывающий, волшебный (φίλτρα ἔρωτος Eur.);
2) чарующий, полный обаяния (ὄμματος τόξευμα Aesch.);
3) завлекающий, обольстительный (μῦθος Aesch.; ἐπῳδή Plut.);
4) успокаивающий, умиротворяющий (μύθου μῦθος θ. Aesch.).

Middle Liddell

θελκτήριος, ον θέλγω
charming, enchanting, soothing, Aesch., Eur.

English (Woodhouse)

enchantment, soothing, affecting the senses like a spell

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)