ἀνέκαθεν: Difference between revisions
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 , $3 $4") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀνέκᾰθεν:''' Her. тж. [[ἀνέκαθε|ἀνέκᾰθε]], поэт. [[ἄγκαθεν|ἄγκᾰθεν]] adv.<br /><b class="num">1)</b> сверху, с высоты ([[βαρυπεσής]] Aesch.; ἡ ἀ. [[φορά]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[с]] (самого) начала, в начале (τὴν ἐξήγησιν [[ὑπέρ]] τινος ποιεῖσθαι Polyb.);<br /><b class="num">3)</b> (тж. τὸ и τὰ ἀ.) издревле, искони Plut.: τὰ ἀ. ἀπ᾽ Αἰακοῦ γεγονώς Her. ведущий свой род от Эака; τὰ ἀ. [[λαμπρός]] Her. знатного происхождения. | |elrutext='''ἀνέκᾰθεν:''' Her. тж. [[ἀνέκαθε|ἀνέκᾰθε]], поэт. [[ἄγκαθεν|ἄγκᾰθεν]] adv.<br /><b class="num">1)</b> [[сверху]], [[с высоты]] ([[βαρυπεσής]] Aesch.; ἡ ἀ. [[φορά]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[с]] (самого) начала, в начале (τὴν ἐξήγησιν [[ὑπέρ]] τινος ποιεῖσθαι Polyb.);<br /><b class="num">3)</b> (тж. τὸ и τὰ ἀ.) издревле, искони Plut.: τὰ ἀ. ἀπ᾽ Αἰακοῦ γεγονώς Her. ведущий свой род от Эака; τὰ ἀ. [[λαμπρός]] Her. знатного происхождения. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ἀνεκάς]]<br /><b class="num">I.</b> adv. of [[place]], from [[above]], Hdt., Aesch.<br /><b class="num">II.</b> of [[time]], from the [[first]], by [[origin]], Hdt.; so with Art., τὸ [[ἀνέκαθεν]] Hdt. | |mdlsjtxt=[[ἀνεκάς]]<br /><b class="num">I.</b> adv. of [[place]], from [[above]], Hdt., Aesch.<br /><b class="num">II.</b> of [[time]], from the [[first]], by [[origin]], Hdt.; so with Art., τὸ [[ἀνέκαθεν]] Hdt. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:05, 19 August 2022
English (LSJ)
before a cons. ἀνέκαθε (Hdt.6.128 codd.), Adv. of place (cf. ἀνεκάς), A from above, A.Ch.427, Eu.369(lyr.); τἀνέκαθεν ῥεῖ ἐκ . . Hdt. 4.57; cf. ἄγκαθεν. II of time, from the first, ἐόντες ἀ. Πύλιοι being Pylians by origin, Id.5.65, cf. 7.221; more often with the Art., γεγονότες τὸ ἀ. ἀπὸ Αἰγύπτου 2.43, cf. 6.128; γένος ἐόντες τὰ ἀ. Γεφυραῖοι 5.55, cf. 1.170, 6.35; τὰ ἀ. λαμπροί of ancestral renown, 6.125; πόλις ἀ. συγγενίς OGI566 (Lycia). 2 ἀ. κατηγορεῖν narrate from the beginning, Plb.2.35.10, 5.16.6.
German (Pape)
[Seite 221] a) von oben herab, = ἄνωθεν, u. damit vrbdn, Aesch. Ch. 421; vgl. 315; Eum. 347; ἡ ἀν. φορά Plut. Num. 13. – b) von der Zeit, von Alters, von den Ahnen her, ursprünglich, oft bei Her., auch ἀνέκαθε, z. B. ἔοντες ἀνέκαθεν Πύλιοι 5, 65; τὰ ἀνέκαθεν 6, 35; ἔσαν τὰ ἀν. λαμπροί 6, 125; τὸ ἀνέκαθεν Ἀργείων ἄποικοι γεγόνασι Pol. 16, 12, 2, der auch ἀν. κατηγορεῖν, ποιεῖσθαι τὴν ἐξήγησιν sagt, 5, 16, 6. 2, 35, 10, von Anfang an.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνέκαθεν: πρὸ συμφώνου -θε, (Ἡρόδ. 6. 128), ἐπίρρ. τόπου (πρβλ. ἀνεκάς): ἀπὸ τῶν ἄνω, ἄνωθεν, Αἰσχύλ. Χο. 427, Εὐμ. 369· τἀνέκαθεν ῥεῖ ἐκ..., Ἡρόδ. 4. 57: πρβλ. ἄγκαθεν. ΙΙ. χρονικ., ἐξ ἀρχῆς, ἐόντες ἀν. Πύλιοι, ἐξ ἀρχῆς, ἐκ καταγωγῆς, ὁ αὐτ. 5. 5, πρβλ. 7. 221· συχνότερον μετὰ τοῦ ἄρθρου, γεγονότες τὸ ἀν. ἀπὸ Αἰγύπτου 2. 43, πρβλ. 6, 128· ἀνδρὸς... τὸ ἀν. γένος ἐόντος Φοίνικος 1. 170, - ἔνθα τὸ γένος κεῖται ἐπιρρηματικῶς, ἐκ γενετῆς, ὡς πρὸς τὴν καταγωγήν, ὡς φαίνεται ἐκ τοῦ πληθ. τύπου, γένος ἐόντες τὰ ἀν. Γεφυραῖοι 5. 55, πρβλ. 6. 35· τὰ ἀνέκ. λαμπροί, ἐκ λαμπρῶν προγόνων, 6. 125. 2) ἀν. κατηγορεῖν, ἐξ ἀρχῆς ἀφηγεῖσθαι, Πολύβ. 2. 35, 10., 5.16, 6. κτλ.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 d’en haut, de la région supérieure;
2 avec idée de temps dès l’origine, dès le principe ; τὸ ἀνέκαθεν, τὰ ἀνέκαθεν dès l’origine.
Étymologie: ἀνεκάς, -θεν.
Spanish (DGE)
(ἀνέκᾰθεν) • Alolema(s): ἀνάκαθεν A.Eu.373
• Prosodia: [-ᾰ-]
adv.
I de lugar desde arriba μάλα γὰρ οὖν ἁλομένα ἀνάκαθεν βαρυπετῆ καταφέρω ποδὸς ἀκμάν pues saltando aplasto en tierra desde arriba la pesada planta del pie A.l.c., cf. Ch.427, Hdt.4.57.
II de tiempo
1 desde el principio, desde los orígenes ἐόντες ... ἀ. Πόλιοι Hdt.5.65, cf. 7.221, ὁ ἀ. Ἄθηναῖος Phan.18, πόλις ἀ. συγγενίς OGI 566.25 (Licia)
•c. art. γεγονότες τὸ ἀ. ἀπ' Αἰγύπτου Hdt.2.43, cf. 6.128, γένος ἐόντες τὰ ἀ. Γεφυραῖοι Hdt.5.55, cf. 1.170, 6.35, τὰ ἀ. λαμπροί célebres desde antiguo Hdt.6.125.
2 ἀ. ποιήσασθαι ... τὴν ἐξήγησιν narrar desde el principio Plb.2.35.10, cf. 5.16.6.
Greek Monolingual
(AM ἀνέκαθεν) επίρρ.
χρον. εξαρχής, από την αρχή, από καταγωγή
αρχ.
τοπ. από ψηλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α)- + εκάς («άνω, μακριά») + καταλ. -θεν].
Greek Monotonic
ἀνέκαθεν: (ἀνεκάς), επίρρ. τόπου,
I. από ψηλά, σε Ηρόδ., Αισχύλ.
II. για χρόνο, από την αρχή, εξαρχής, από πάντα, σε Ηρόδ.· ομοίως με άρθρο, τὸἀνέκαθεν, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνέκᾰθεν: Her. тж. ἀνέκᾰθε, поэт. ἄγκᾰθεν adv.
1) сверху, с высоты (βαρυπεσής Aesch.; ἡ ἀ. φορά Plut.);
2) с (самого) начала, в начале (τὴν ἐξήγησιν ὑπέρ τινος ποιεῖσθαι Polyb.);
3) (тж. τὸ и τὰ ἀ.) издревле, искони Plut.: τὰ ἀ. ἀπ᾽ Αἰακοῦ γεγονώς Her. ведущий свой род от Эака; τὰ ἀ. λαμπρός Her. знатного происхождения.
Middle Liddell
ἀνεκάς
I. adv. of place, from above, Hdt., Aesch.
II. of time, from the first, by origin, Hdt.; so with Art., τὸ ἀνέκαθεν Hdt.