χαλεπότης: Difference between revisions
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 , , $4 $5") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''χᾰλεπότης:''' ητος ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[трудность]], [[недоступность]] (τῶν [[χωρίων]] Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> [[трудность]], [[затруднительность]] (sc. τοῦ ὁρισμοῦ Arst.);<br /><b class="num">3)</b> [[суровость]], [[жестокость]] (τῶν πολιτειῶν Isocr.; τῶν νόμων Arst.);<br /><b class="num">4)</b> угрюмость, мрачность, тяжелый нрав Xen., Plat.: μετὰ θορύβου καὶ χαλεπότητος ἀκροᾶσθαί τινος Isocr. слушать кого-л. с шумным неодобрением. | |elrutext='''χᾰλεπότης:''' ητος ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[трудность]], [[недоступность]] (τῶν [[χωρίων]] Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> [[трудность]], [[затруднительность]] (sc. τοῦ ὁρισμοῦ Arst.);<br /><b class="num">3)</b> [[суровость]], [[жестокость]] (τῶν πολιτειῶν Isocr.; τῶν νόμων Arst.);<br /><b class="num">4)</b> [[угрюмость]], [[мрачность]], [[тяжелый нрав]] Xen., Plat.: μετὰ θορύβου καὶ χαλεπότητος ἀκροᾶσθαί τινος Isocr. слушать кого-л. с шумным неодобрением. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 18:04, 19 August 2022
English (LSJ)
ητος, ἡ, A difficulty, ruggedness, τῶν χωρίων Th.4.12,33: metaph. in plural, μεγάλας ἔχουσιν αἱ σύντομοι [ὁδοὶ] χαλεπότητας Jul.Or.7.225c. 2 generally, difficulty, of understanding, Arist.APo.93b34. II mostly of persons, harshness, severity, opp. ῥᾳστώνη, Pl.Criti.107c, Lg.902c; ἡ τοῦ σοφιστοῦ χ. Id.Sph.254a; τρόπων χ. Id.Lg.929d; τῶν πολιτειῶν Isoc.4.142; abs., Th.1.84, Isoc.2.24, etc.; of the Lacedaemonians, Id.12.90; μετὰ χαλεπότητος ἀκροᾶσθαι Id.15.20; of the laws of Draco, Arist.Pol. 1274b17: pl., opp. πραότητες, Isoc.5.116. 2 ill-temper, vice, of a horse, X.Eq.3.10.
German (Pape)
[Seite 1328] ητος, ἡ, Schwierigkeit, Beschwerlichkeit; τῶν πολιτειῶν Isocr. 4, 142; χωρίων Thuc. 4, 33. Gew. übertr. von Menschen, schwieriges, unangenehmes, mürrisches Wesen, Ggstz ῥᾳστώνη, Plat. Legg. X, 902 c; Heftigkeit, Rauhheit, Härte, mürrische u. unzufriedene Sinnesart, τρόπων XI, 929 d; Thuc. 1, 84; μητρός Xen. Mem. 2, 2,7; Sp., wie Plut. Thes. 36 u. oft; μετὰ θορύβου καὶ χαλεπότητος ἀκούειν Isocr. 15, 20, u. sonst; – Arist. legt den Gesetzen des Drakon den Charakter der χαλεπότης bei, Polit. 2, 10.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰλεπότης: -ητος, ἡ, ἡ τραχύτης, τὸ δύσβατον, τῶν χωρίων Θουκ. 4. 12, 33. 2) ἐπὶ λόγων, δυσκολία, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 10, 1, πρβλ. Πλάτ. Σοφ. 254Α. ΙΙ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν σχέσει πρὸς ἀνθρώπους, τραχύτης, σκληρότης, ἀγριότης, δυστροπία, αὐστηρότης, ὀργιλότης, δυσκολία, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ῥᾳστώνη, Πλάτ. Κριτί. 107C, Νόμ. 902C· ἡ τοῦ σοφιστοῦ χ. ὁ αὐτ. ἐν Σοφ. 254Α· τρόπων χ. ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 929D· τῆς πολιτείας Ἰσοκρ. 70Α· καὶ ἀπολ., Θουκ. 1. 84, κλπ.· περὶ τῶν Λακεδαιμονίων, Ἰσοκρ. 251C· χαλεπότητι κολάζειν ὁ αὐτ. 19D· μετὰ χαλεπότητος ἀκούειν ὁ αὐτ. 314Β· ἐπὶ τῶν νόμων τοῦ Δράκοντος, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 12, 13· ― ἐν τῷ πληθ., ἀντίθετον τῷ πραότητες, Ἰσοκρ. 106Α. 2) ἐπὶ ἵππου, κακὸν φυσικόν, κακὴ ἕξις, δυστροπία, δεῖ δὲ καὶ εἴ τινα χαλεπότητα ἔχοι ὁ ἵππος, καταμανθάνειν Ξεν. Ἱππ. 3. 10· πρβλ. χαλεπὸς Α. ΙΙ. 1. δ.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
désagrément, incommodité, difficulté :
1 en parl. de lieux χωρίων THC difficulté de terrain;
2 caractère difficile, humeur chagrine, malveillance ou hostilité.
Étymologie: χαλεπός.
Greek Monolingual
-ητος, ἡ, ΜΑ χαλεπός
1. δυσκολία, δυσχέρεια
2. δυστροπία, ιδιοτροπία
αρχ.
1. (για τόπο) τραχύτητα, το δύσβατο
2. αυστηρότητα, σκληρότητα, αγριότητα
3. (για ίππο) ατίθαση φύση, κακό φυσικό.
Greek Monotonic
χᾰλεπότης: -ητος, ἡ (χαλεπός)·
I. δυσκολία, τραχύτητα, σε Θουκ.
II. 1. λέγεται για ανθρώπους, τραχύτητα, σκληρότητα, αγριότητα, δριμύτητα, αυστηρότητα, στον ίδ. κ.λπ.
2. δυστροπία, λέγεται για άλογο, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
χᾰλεπότης: ητος ἡ
1) трудность, недоступность (τῶν χωρίων Thuc.);
2) трудность, затруднительность (sc. τοῦ ὁρισμοῦ Arst.);
3) суровость, жестокость (τῶν πολιτειῶν Isocr.; τῶν νόμων Arst.);
4) угрюмость, мрачность, тяжелый нрав Xen., Plat.: μετὰ θορύβου καὶ χαλεπότητος ἀκροᾶσθαί τινος Isocr. слушать кого-л. с шумным неодобрением.
Middle Liddell
χᾰλεπότης, ητος, ἡ, χαλεπός
I. difficulty, ruggedness, Thuc.
II. of persons, difficulty, harshness, rigour, severity, Thuc., etc.
2. ill-temper, vice, of a horse, Xen.
English (Woodhouse)
cruelly, cruelty, roughness, sternness, of ground, of manner