προκατασκευή: Difference between revisions
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''προκατασκευή:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[приготовление]], [[подготовка]] (περί τινος Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> введение, вступление: ἡ π. τῶν μελλουσῶν ὑφ᾽ [[ἡμῶν]] ἱστορεῖσθαι πράξεων Polyb. введение в задуманную нами историю последующих событий. | |elrutext='''προκατασκευή:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[приготовление]], [[подготовка]] (περί τινος Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> [[введение]], [[вступление]]: ἡ π. τῶν μελλουσῶν ὑφ᾽ [[ἡμῶν]] ἱστορεῖσθαι πράξεων Polyb. введение в задуманную нами историю последующих событий. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=προ-[[κατασκευή]], ἡ,<br />[[previous]] [[preparation]], a [[preface]], [[introduction]], Polyb. | |mdlsjtxt=προ-[[κατασκευή]], ἡ,<br />[[previous]] [[preparation]], a [[preface]], [[introduction]], Polyb. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:30, 19 August 2022
English (LSJ)
ἡ, A preparatory training, περὶ τοὺς ῥυθμούς Plb.9.20.7; preparation, στρατηγήματος v.l. in J.BJ2.21.3. 2 preface, introduction, Plb.1.3.10, 1.13.7, etc. 3 Rhet., preliminary expose of the main points in an argument, Hermog.Inv.3.1, al.
German (Pape)
[Seite 729] ἡ, Vorbereitung, Pol. 1, 13, 7 u. oft; u. bes. Rhett., wie Hermog. de invent. 3, 2, προεκτίθεσθαι τὰ κεφάλαια.
Greek (Liddell-Scott)
προκατασκευή: ἡ, προτέρα ἑτοιμασία, Πολύβ. 9. 20, 7, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 2. 21, 3· ― πρόλογος, εἰσαγωγή, Πολύβ. 1. 3, 10., 1. 13, 7, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 préparatif;
2 t. de rhét. exposition d’un sujet, préambule.
Étymologie: προκατασκευάζω.
Greek Monolingual
η, ΝΑ
νεοελλ.
οικοδομική τεχνική που συνίσταται στην εκτέλεση κατασκευών, κυρίως κτηρίων και γεφυρών, από μέλη-στοιχεία προκατασκευασμένα αλλού ή και στον χώρο του εργοταξίου, όπως είναι λ.χ. τα δάπεδα, οι εξωτερικοί και εσωτερικοί τοίχοι μαζί με τα κουφώματα τών παραθύρων και τις θύρες, τα ζευκτά οροφής, τα κλιμακοστάσια κ.ά., τα οποία στη συνέχεια μεταφέρονται και συναρμολογούνται στον χώρο ανέγερσης ως ενιαίο σύνολο, διαδικασία που όταν πρόκειται για μικρές μονάδες, λ.χ. μικρά εξοχικά σπίτια, μπορεί να γίνει εξ υπαρχής και να ακολουθήσει η μεταφορά
αρχ.
1. προπαρασκευαστική άσκηση, προγύμναση («προκατασκευή περὶ τοὺς ῥυθμούς», Πολ.)
2. προπαρασκευή, προετοιμασία, κατάστρωση («προκατασκευή στρατηγήματος», Ιωσ.)
3. πρόλογος, προοίμιο, εισαγωγή
4. (ρητ.) προοιμιακή έκθεση τών σημείων για τα οποία θα μιλήσει ο ρήτορας.
Greek Monotonic
προκατασκευή: ἡ, προετοιμασία, πρόλογος, εισαγωγή, σε Πολύβ.
Russian (Dvoretsky)
προκατασκευή: ἡ
1) приготовление, подготовка (περί τινος Polyb.);
2) введение, вступление: ἡ π. τῶν μελλουσῶν ὑφ᾽ ἡμῶν ἱστορεῖσθαι πράξεων Polyb. введение в задуманную нами историю последующих событий.
Middle Liddell
προ-κατασκευή, ἡ,
previous preparation, a preface, introduction, Polyb.