συνεξάγω: Difference between revisions
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''συνεξάγω:''' (ᾰ)<br /><b class="num">1)</b> одновременно выводить (τὴν στρατιὴν ἐκ Λακεδαίμονος Her.): σ. εἰς [[φῶς]] τὸ [[δόγμα]] τινός Plat. выявлять (досл. выводить на свет) чье-л. мнение;<br /><b class="num">2)</b> [[выводить одновременно наружу]], [[выделять]] (τὸ κολλῶδες Arst.);<br /><b class="num">3)</b> [[вытаскивать]] (из капкана), освобождать (τὰς οὐράς Plut.). | |elrutext='''συνεξάγω:''' (ᾰ)<br /><b class="num">1)</b> [[одновременно выводить]] (τὴν στρατιὴν ἐκ Λακεδαίμονος Her.): σ. εἰς [[φῶς]] τὸ [[δόγμα]] τινός Plat. выявлять (досл. выводить на свет) чье-л. мнение;<br /><b class="num">2)</b> [[выводить одновременно наружу]], [[выделять]] (τὸ κολλῶδες Arst.);<br /><b class="num">3)</b> [[вытаскивать]] (из капкана), освобождать (τὰς οὐράς Plut.). | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 19:40, 19 August 2022
English (LSJ)
[ᾰ], A lead out together, στρατιήν Hdt.5.75; σ. τι εἰς φῶς assist in bringing it out, Pl.Tht.157d. II carry off together, assist in removing, οἱ ἔμετοι σ. τὸ γλίσχρον Arist.Pr.868b7; ἥλιος σ. τὴν ὑγρότητα Thphr.CP4.13.5; τοὺς συναγωνιστάς Plu.2.787e; σ. ἑαυτήν, of suicide, App.BC4.23. 2 Pass., to be carried away at the same time, οἴκτῳ καὶ μανίῃ APl.4.128.
German (Pape)
[Seite 1015] (s. ἄγω), mit od. zugleich aus-, hinaus-, wegführen; ἕως ἂν εἰς φῶς τὸ σὸν δόγμα συνεξαγάγω, Plat. Theaet. 157 d; S. Emp.
Greek (Liddell-Scott)
συνεξάγω: ἐξάγω ὁμοῦ, στρατιὴν Ἡρόδ. 5. 75· ἕως ἂν εἰς φῶς τὸ σὸν δόγμα ξυνεξαγάγω Πλάτ. Θεαίτ. 157D. ΙΙ. συντελῶ πρὸς ἐξαγωγήν, οἱ ἔμετοι συν. τὸ γλίσχρον Ἀριστ. Προβλ. 2. 22, πρβλ. 37. 2· ἥλιος σ. τὴν ὑγρότητα Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 13, 5· τοὺς συναγωνιστὰς Πλούτ. 2. 787· συν. ἑαυτόν, ἐπὶ αὐτοκτονίας, Ἀππ. Ἐμφυλ. 4. 23. 2) Παθητ. ὡσαύτως, σ. μανίῃ, παραφέρομαι, συμπαρασύρομαι, Ἀνθ. Πλαν. 128.
French (Bailly abrégé)
1 conduire en même temps au dehors;
2 affranchir avec ou en même temps.
Étymologie: σύν, ἐξάγω.
Greek Monolingual
ΜΑ ἐξάγω
προκαλώ εξαγωγή ενός πράγματος μαζί με άλλα ή ύστερα από άλλα, αποβάλλω επίσης («τὰ καθαρτικὰ τῶν φαρμάκων καὶ ἑαυτὰ τοῖς χυμοῖς συνεξάγει», Σέξτ. Εμπ.)
αρχ.
1. οδηγώ έξω ή προς τα έξω ταυτοχρόνως («συνεξάγειν στρατιήν», Ηρόδ.)
2. παθ. συνεξάγομαι
συμπαρασύρομαι
3. φρ. «συνεξάγω ἐμαυτόν» — αυτοκτονώ (Αnn.).
Greek Monotonic
συνεξάγω: μέλ. -ξω, οδηγώ έξω μαζί, εξάγω από κοινού, σε Ηρόδ. — Παθ., εξάγομαι μαζί, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
συνεξάγω: (ᾰ)
1) одновременно выводить (τὴν στρατιὴν ἐκ Λακεδαίμονος Her.): σ. εἰς φῶς τὸ δόγμα τινός Plat. выявлять (досл. выводить на свет) чье-л. мнение;
2) выводить одновременно наружу, выделять (τὸ κολλῶδες Arst.);
3) вытаскивать (из капкана), освобождать (τὰς οὐράς Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνεξάγω mede naar buiten brengen, helpen naar buiten te brengen, met acc.: ἕως ἂν εἰς φώς τὸ σὸν δόγμα συνεξαγάγω tot ik jouw overtuiging aan het licht heb helpen brengen Plat. Tht. 157d. milit. tegelijk laten uitrukken. Hdt. 5.75.1.
Middle Liddell
fut. ξω
to lead out together, Hdt.: Pass. to be carried away together, Anth.