στεφανηφορία: Difference between revisions
τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''στεφᾰνηφορία:''' дор. [[στεφαναφορία|στεφᾰνᾱφορία]] ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[ношение]] (победного) венка Pind., Eur.;<br /><b class="num">2)</b> право ношения венка Dem., Aeschin. | |elrutext='''στεφᾰνηφορία:''' дор. [[στεφαναφορία|στεφᾰνᾱφορία]] ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[ношение]] (победного) венка Pind., Eur.;<br /><b class="num">2)</b> [[право ношения венка]] Dem., Aeschin. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 19:40, 19 August 2022
English (LSJ)
Dor. στεφανᾱφ-, ἡ, A wearing of a wreath, especially of victory, Pi.O.8.10; νίκας σ. E.El.862 (lyr.); πανήγυριν . . συντελεῖν μετὰ -ίας καὶ θυσιῶν OGI 56.40 (Canopus, iii B.C.), cf. 6.23 (Scepsis, iv B.C.); -ίαν ἄγειν PGiss. 27.8 (ii A.D.). II the right of wearing a crown, which belonged to certain magistrates (v. στεφανηφόρος ΙΙ), D.21.33; ταῖς κοιναῖς σ. Lex ap.Aeschin.1.21; πολλὰς . . σ. πεποιηκώς CIG2771 i 4 (Aphrodisias), cf. 2814 (ibid.), al.
German (Pape)
[Seite 939] ἡ, das Tragen eines Kranzes; στεφαναφορίαν δέξαι, Pind. Ol. 8, 10; Eur. Herc. Fur. 781; νίκας, El. 862, und das Recht dazu, στεφανηφορίαν δοῦναί τινι, neben ἄδειαν u. τιμήν, Dem. 21, 33; Plut. de S. N. V. 13.
Greek (Liddell-Scott)
στεφᾰνηφορία: Δωρικ. στεφανᾱφ-, ἡ, τὸ φορεῖν στέφανον, μάλιστα νίκης, Πινδ. Ο. 8. 13· νίκης στ. Εὐρ. Ἠλ. 862. ΙΙ. τὸ δικαίωμα τοῦ φορεῖν στέφανον, τὸν ὁποῖον εἶχόν τινες τῶν ἀρχόντων (ἴδε στεφανηφόρος ΙΙ), Δημ. 525. 2· ταῖς κοιναῖς στ. Νόμ. παρ’ Αἰσχίν. 4. 1· πολλὰς ... στ. πεποιηκὼς Συλλ. Ἐπιγρ. 2771. 4, πρβλ. 2814, κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
droit de porter une couronne.
Étymologie: στεφανηφόρος.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. στεφαναφορία και στεφανοφορία Α στεφανηφόρος
1. το να φορεί κανείς στεφάνι, ιδίως νίκης («τόνδε κῶμον και στεφανοφορίαν δέξαι», Πίνδ.)
2. (στην αρχαιότητα) α) εορτή ή θυσία κατά την οποία οι πολίτες φορούσαν στεφάνια
β) το δικαίωμα ορισμένων αρχόντων ή ιερέων να φορούν στέφανο ως ένδειξη του αξιώματός τους.
Greek Monotonic
στεφᾰνηφορία: Δωρ. στεφανᾱφ-, ἡ, το να φοράει κάποιος στεφάνι στο κεφάλι του, ιδίως στεφάνι νίκης, σε Πίνδ., Ευρ.
II. δικαίωμα, προνόμιο του να φοράει κάποιος στεφάνι, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
στεφᾰνηφορία: дор. στεφᾰνᾱφορία ἡ
1) ношение (победного) венка Pind., Eur.;
2) право ношения венка Dem., Aeschin.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στεφανηφορία -ας, ἡ, Dor. στεφανᾱφορία [στεφανοφόρος] het dragen van een krans (als teken van overwinning). recht om een krans te dragen (voorbehouden aan bepaalde magistraten). Dem. 21.33.
Middle Liddell
I. the wearing a wreath, especially of victory, Pind., Eur.
II. the right of wearing a crown, Dem. [from στεφᾰνηφόρος]