ξύλινος: Difference between revisions
Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίον → Onus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
|||
Line 35: | Line 35: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ξύλῐνος:''' (ῠ)<br /><b class="num">1)</b> [[деревянный]] ([[τεῖχος]], οἰκίαι Her.; [[σκεύη]] Plat., NT);<br /><b class="num">2)</b> [[древесный]] ([[καρπός]] Plat.): ξυλίνη [[κύων]] Plut. шиповник;<br /><b class="num">3)</b> перен. деревянный, тупой ([[νοῦς]] Anth.). | |elrutext='''ξύλῐνος:''' (ῠ)<br /><b class="num">1)</b> [[деревянный]] ([[τεῖχος]], οἰκίαι Her.; [[σκεύη]] Plat., NT);<br /><b class="num">2)</b> [[древесный]] ([[καρπός]] Plat.): ξυλίνη [[κύων]] Plut. шиповник;<br /><b class="num">3)</b> перен. [[деревянный]], [[тупой]] ([[νοῦς]] Anth.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 08:25, 20 August 2022
English (LSJ)
η, ον, A of wood, wooden, τεῖχος Pi.P.3.38; δόμος, οἰκίαι, B.3.49, Hdt.4.108, etc.; ὁ ξ. καρπός produce of trees, i. e. fruit, wine, or oil, opp. ξηρός (q.v.), Pl.Criti. 115b, cf. OGI55.13 (Telmessus, iii B. C.), Str.15.1.20 : pl., ξ. καρποί, opp. σιτικοί, Id.5.4.2, cf. D.S.3.63, Ath.3.78d; opp. ὁ Δημήτριος, IG22.2492.19; ξύλιναι ὦναι, opp. σιτηραί, SIG2554.17 (Magn. Mae., ii B. C.); τομὰ ἁ ξυλίνα cutting of timber, IG42(1).76.9 (Epid., ii B. C.). 2 metaph., wooden, νοῦς AP11.275 (Apollon. Gramm.), cf. 255 (Pall.). 3 ξύλινον, τό, writing-tablet, ξ. πύξινον PGrenf. 1.14.12 (ii B. C.). II of cotton, LXX Si.22.16, Plin.HN 19.14.
German (Pape)
[Seite 281] von Holz, hölzern; τεῖχος, Pind. P. 3, 38; λόχος, Her. 6, 57, im Orak., τεῖχος, 7, 141, πόλις, οἰκίαι, 4, 108; σκεύη, Plat. Theaet. 146 e; Xen. u. Sp.; – καρποὶ ξύλινοι, Baumfrüchte, Ath. III, 78 d; – λίνα, Baumwolle, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ξύλινος: -η, -ον, καὶ ος, ον, Διον. Ἁλ. 2. 23· - ὁ ἐκ ξύλου, ξύλινος, Πινδ. Π. 3. 68, Ἡρόδ. 4. 108, κτλ., καὶ Ἀττ.· ὁ ξ. καρπός, ὁ καρπὸς δένδρου, ἄγριος καρπός, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν ἥμερον, Πλάτ. Κριτί. 115Β, πρβλ. Στράβ. 693· κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν Δημήτριον, Συλλ. Ἐπιγρ. 93. 19. 2) μεταφ. ξύλινος, «ξυλένιος», νοῦς Ἀνθ. Π. 11. 275, πρβλ. 255. ΙΙ. ἐκ βάμβακος, Ἑβδ. (Σειράχ ΚΒ΄, 16), Πλίν. 13. 2, § 3.
French (Bailly abrégé)
η ou ος, ον :
1 de bois;
2 qui vient sur du bois, càd sur un arbre : ξυλίνη κύων PLUT églantier, plante.
Étymologie: ξύλον.
English (Slater)
ξῠλῐνος
1 wooden ἀλλ' ἐπεὶ τείχει θέσαν ἐν ξυλίνῳ σύγγονοι κούραν i. e. on a pyre (P. 3.38) πέλλαι γὰρ ξύλιναι πίθοι λτ;τεγτ; πλῆσθεν ἅπαντες (Wil.: ξύλινοι codd. Plutarchi) *fr. 104b.*
English (Strong)
English (Thayer)
ξυλίνη, ξύλινον (ξύλον), from Pindar and Herodotus down, wooden, made of wood: σκεύη, εἴδωλα, Θεοί, Jeremiah 29)).
Greek Monolingual
-η, -ο, (ΑΜ ξύλινος, -ίνη, -ον, Α αττ. τ. σύλινος, -ίνη, -ον) ξύλον
1. κατασκευασμένος από ξύλο ή αποτελούμενος από ξύλο (α. «ξύλινες καλύβες» β. «ξύλινα τείχη» — τα πλοία, Ηρόδ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το ξύλινο(ν)
τσόκαρο, ξύλινο πέδιλο
νεοελλ.
φρ. «ξύλινος θίασος» — τα ανδρείκελα του φασουλή
αρχ.
1. βαμβακερός
2. μτφ. αγροίκος, ηλίθιος
3. το ουδ. ως ουσ. πίνακας γραψίματος
4. φρ. «ξύλινος καρπός» — το προϊόν τών δένδρων, όπως είναι οι καρποί, το κρασί, το λάδι.
Greek Monotonic
ξύλῐνος: [ῠ], -η, -ον (ξύλον)·
1. αυτός που είναι φτιαγμένος από ξύλο, ξύλινος, σε Ηρόδ., Αττ.
2. μεταφ., κούτσουρο, χοντροκέφαλος, νοῦς, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ξύλῐνος: (ῠ)
1) деревянный (τεῖχος, οἰκίαι Her.; σκεύη Plat., NT);
2) древесный (καρπός Plat.): ξυλίνη κύων Plut. шиповник;
3) перен. деревянный, тупой (νοῦς Anth.).
Middle Liddell
ξῠ́λῐνος, η, ον ξύλον
1. of wood, wooden, Hdt., attic
2. metaph. wooden, νοῦς Anth.
Chinese
原文音譯:xÚlinoj 克需利挪士
詞類次數:形容詞(2)
原文字根:木(製的)
字義溯源:木製的,木的;源自(ξύλον)=木料,木製品);而 (ξύλον)出自(ξέστης)=容器,罐), (ξέστης)又出自(ξέστης)X*=光滑)
出現次數:總共(2);提後(1);啓(1)
譯字彙編:
1) 木的(2) 提後2:20; 啓9:20