ἀνεξίκακος: Difference between revisions

From LSJ

ὁμοῦ ἦν καὶ ἔχειν τὴν πόλιν καὶ τὸ γένος ὅλον μετὰ τῆς πόλεως → it was much the same thing to have the city and to have the whole race together with the city

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3, $4, $5 $6")
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀνεξίκᾰκος:''' терпеливый, выносливый, смиренный, незлобивый Luc., NT.
|elrutext='''ἀνεξίκᾰκος:''' [[терпеливый]], [[выносливый]], [[смиренный]], [[незлобивый]] Luc., NT.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 10:46, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεξῐκᾰκος Medium diacritics: ἀνεξίκακος Low diacritics: ανεξίκακος Capitals: ΑΝΕΞΙΚΑΚΟΣ
Transliteration A: anexíkakos Transliteration B: anexikakos Transliteration C: aneksikakos Beta Code: a)neci/kakos

English (LSJ)

ον, A enduring pain or evil, Herod.Med. ap. Orib.5.30.7, Luc.Jud.Voc.9, Vett. Val.38.21, Gal.5.38, Them.Or.15.190a (Sup.), Aret.SA2.6 (Comp.); forbearing, long-suffering, 2 Ep.Ti.2.24. Adv. -κως Luc.Asin.2.

German (Pape)

[Seite 223] langmüthig, Unrecht ertragend, N. T.; standhaft im Unglück, Luc. Iud. voc. 4. – Adv., Asin. 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεξίκᾰκος: -ον, (ἀνέχομαι) ὁ ἀνεχόμενος, ὑπομένων τὰ κακά, ὅτι ἀνεξίκακόν εἰμι γράμμα μαρτυρεῖτέ μοι καὶ αὐτοί Λουκ. Δίκη Φωνηεντ. 9, Θεμίστ. 271Β: ὁ ὑπομένων, μακρόθυμος, Ἐπιστ. π. Τιμοθ. Β΄, β΄, 24. - Ἐπίρρ. -κως Λουκ. Ὄνος 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
résigné.
Étymologie: ἀνέχω, κακόν.

Spanish (DGE)

-ον
1 paciente, resignado Herod.Med. en Orib.5.30.7, medic. en PTeb.272.19 (II d.C.), 2Ep.Ti.2.24, ἀνεξίκακόν εἰμι γράμμα Luc.Iud.Voc.9, cf. Vett.Val.38.21, Gal.5.38, Aret.SA 2.6.5, Poll.5.138, Them.Or.15.190a, Cat.Cod.Astr.8(2).156, Hsch.
de Dios, Procop.Gaz.M.87.2557A.
2 adv. -ως con resignación Luc.Asin.2.

English (Strong)

from ἀνέχομαι and κακός; enduring of ill, i.e. forbearing: patient.

English (Thayer)

ἀνεξίκακον (from the future of ἀνέχομαι, and κακόν; cf. classic ἀλεξίκακος, ἀμνησίκακος), patient of ills and wrongs, forbearing: Lucian, jud. voc. 9; (Justin Martyr, Apology 1,16 at the beginning; Pollux 5,138).)

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀνεξίκακος, -ον)
μη εκδικητικός, αμνησίκακος, μακρόθυμος, μεγάθυμος.
αρχ.
καρτερικός, υπομονητικός στους κόπους και στις κακοτυχίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανεξι- (< μέλλ. ανέξομαι του ανέχομαι) + κακός.
ΠΑΡ. ανεξικακία, ανεξικακώ].

Greek Monotonic

ἀνεξίκᾰκος: -ον (ἀνέχομαι, κακόν), αυτός που ανθίσταται στο κακό, υπομονετικός, μακρόθυμος, σε Καινή Διαθήκη, Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνεξίκᾰκος: терпеливый, выносливый, смиренный, незлобивый Luc., NT.

Middle Liddell

[ἀνέχομαι, κακόν
enduring evil, forbearing, long-suffering, NTest., Luc.

Chinese

原文音譯:¢nex⋯kakoj 安-誒克西-卡可士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:向上-出去-邪惡(的)
字義溯源:忍受傷害,無憤恨的,忍耐;源自(ἀνέχομαι)=忍耐);由(ἀνά)*=上)與(ἔχω)*=持)及(κακός)*=卑劣的)組成
出現次數:總共(1);提後(1)
譯字彙編
1) 存忍耐(1) 提後2:24