καματώδης: Difference between revisions
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
m (LSJ2 replacement) |
|||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κᾰμᾰτώδης:''' томительный, изнурительный, мучительный ([[θέρος]] Hes.; πλαγαί Pind.). | |elrutext='''κᾰμᾰτώδης:''' [[томительный]], [[изнурительный]], [[мучительный]] ([[θέρος]] Hes.; πλαγαί Pind.). | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 10:55, 20 August 2022
English (LSJ)
ες, toilsome, wearisome, θέρεος καματώδεος ὥρῃ Hes. Op. 584; πλαγαί, μέριμναι, Pi. N. 3.17, Fr. 218.1; καματωδέστερος Thphr. Lass. 13.
German (Pape)
[Seite 1316] ες, ermattend, erschöpfend; θέρεος καματώδεος ὥρη Hes. O. 582; καματωδέων πλαγᾶν ἄκος Pind. N. 3, 17; μέριμναι frg. 239. Auch im compar., bei Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰμᾰτώδης: -ες, (εἶδος) κοπώδης, ὀχληρός, θέρεος καματώδεος ὥρῃ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 582· πλαγαί, μέριμναι Πινδ. Ν. 3. 28, Ἀποσπ. 239· καματωδέστερος Θεοφρ. Ἀποσπ. 7 § 13.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
qui fatigue, qui épuise, pénible.
Étymologie: κάματος, -ωδης.
English (Slater)
καματώδης
1 fatiguing καματωδέων δὲ πλαγᾶν ἄκος ὑγιηρὸν ἐν βαθυπεδίῳ Νεμέᾳ τὸ καλλίνικον φέρει (N. 3.17) ἀνθρώπων καματώδεες οἴχονται μέριμναι fr. 124. 5.
Greek Monolingual
(I)
καματώδης, -ῶδες (Μ)
υπερβολικά ζεστός, καυτερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καυματώδης (< καῦμα < καίω) με απλοποίηση του συμφων. συμπλέγμ. -vm- σε -m-].
(II)
καματώδης, -ες (Α)
επίπονος, κοπιαστικός, οχληρός (α. «θέρεος καματώδεος», Ησίοδ.
β. «καματώδεις μέριμναι», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάματος + -ώδης].
Greek Monotonic
κᾰματώδης: -ες (εἶδος), κουραστικός, κοπιώδης, σε Ησίοδ., Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
κᾰμᾰτώδης: томительный, изнурительный, мучительный (θέρος Hes.; πλαγαί Pind.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καματώδης -ες [κάματος] afmattend.