κλινήρης: Difference between revisions
κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κλῑνήρης:''' прикованный (болезнью) к кровати Plut. | |elrutext='''κλῑνήρης:''' [[прикованный]] (болезнью) к кровати Plut. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 13:10, 20 August 2022
English (LSJ)
ες, A ill in bed, Ph.2.317, J.BJ2.21.6, Plu.Pyrrh.11, Ath.12.554d, Gal.1.297, BGU45.14 (iii A.D.); -ήρη τινὰ τηρεῖν keep her in bed, Sor.1.46.
German (Pape)
[Seite 1454] ες, ans Bett gefügt, gefesselt, bettlägerig; Plut. Pyrrh. 11; Ath. XII, 554 e u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κλῑνήρης: -ες, ἐπὶ κλίνης κατακείμενος, κατάκοιτος, Λατιν. lecto affixus, Πλουτ. Πύρρ. 11, Ἀθήν. 554D.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
retenu au lit, alité.
Étymologie: κλίνη.
Greek Monolingual
-ες (AM κλινήρης, -ες, Μ και κλινάρης, -ες)
ξαπλωμένος στο κρεβάτι λόγω ασθένειας, κρεβατωμένος, κατάκοιτος («ἐκ τούτου... τοῦ χαλεποῦ νοσήματος ἔμεινε διαπαντὸς τοῦ βίου κλινήρης καὶ ἀκίνητος», Μηναί.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + επίθημα -ήρης (Ι) (< ἀραρίσκω «συνδέω»), πρβλ. ξιφήρης, ποδήρης.
Greek Monotonic
κλῑνήρης: -ες (*ἄρω), κατάκοιτος, Λατ. lecto affixus, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
κλῑνήρης: прикованный (болезнью) к кровати Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κλινήρης -ες [κλίνη, ἀραρίσκω] bedlegerig.