οἰέτης: Difference between revisions
Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''οἰέτης:''' одного возраста (ἵπποι Hom.). | |elrutext='''οἰέτης:''' [[одного возраста]] (ἵπποι Hom.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=οἰ-έτης, ες [[ἔτος]] [poetic for [[ὁμοέτης]]<br />of the [[same]] age, Il. | |mdlsjtxt=οἰ-έτης, ες [[ἔτος]] [poetic for [[ὁμοέτης]]<br />of the [[same]] age, Il. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:35, 20 August 2022
German (Pape)
[Seite 298] ες, poet. = ὁμοέτης, gleich an Jahren, gleichaltrig, οἰέτεας ἵππους, Il. 2, 765, vgl. ὄθριξ, also für ὀέτης, mit gedehnter erster Sylbe, des Metrums wegen.
Greek (Liddell-Scott)
οἰέτης: -ες, (ἔτος) ποιητ. ἀντὶ ὁμοέτης, ἰσοετής, ὁμῆλιξ, Ἰλ. Β. 765, Μάτρων παρ’ Ἀθην. 656F. (Κατ’ ἀναλογίαν τοῦ ὄθριξ, ὄζυξ, ἔπρεπε νὰ ἦτο ὀέτης· ἀλλ’ ἡ πρώτη συλλαβὴ ἐμηκύνθη χάριν τοῦ μέτρου.) - ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 149.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
du même âge.
Étymologie: οἶος, ἔτος.
English (Autenrieth)
(ὀϝέτης, ϝέτος): of equal age, pl., Il. 2.765†.
Greek Monolingual
οἰέτης, -ες (Α)
(ποιητ. τ. αντί ομοέτης) συνομήλικος, ισοετής («οἰέτεας ἵππους», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀFετης < ὀ- (Ι) + -έτης < ἔτος (πρβλ. ομο-έτης), με μετρική έκταση του -ο- σε οι-. Τύπος με ο
μαρτυρείται στη γλώσσα που παραδίδει ο Ησύχ. «ὄέτεας (στους Βαρβάρους) ὁ καλλίθριξ», η ερμηνεία του οποίου γεννά απορίες].
Greek Monotonic
οἰέτης: -ες (ἔτος), ποιητ. αντί ὁμο-έτης, συνομήλικος, ομήλικος, ισοετής, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
οἰέτης: одного возраста (ἵπποι Hom.).