ἀκόρητος: Difference between revisions

From LSJ

κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown

Source
m (Text replacement - "'''Étymologie:''' ἀ," to "'''Étymologie:''' ,")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀκόρητος:''' не могущий насытиться (τινος Hom., HH, Hes.).<br />неопрятный, грязный ([[βίος]] Arph.).
|elrutext='''ἀκόρητος:''' [[не могущий насытиться]] (τινος Hom., HH, Hes.).<br />неопрятный, грязный ([[βίος]] Arph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κορέννυμι]]<br /><b class="num">I.</b> [[insatiate]], [[unsated]] in or with a [[thing]], c. gen., Il.<br /><b class="num">II.</b> ([[κορέω]]) [[unswept]], [[ungrimmed]], [[ungarnished]], Ar.
|mdlsjtxt=[[κορέννυμι]]<br /><b class="num">I.</b> [[insatiate]], [[unsated]] in or with a [[thing]], c. gen., Il.<br /><b class="num">II.</b> ([[κορέω]]) [[unswept]], [[ungrimmed]], [[ungarnished]], Ar.
}}
}}

Revision as of 14:10, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκόρητος Medium diacritics: ἀκόρητος Low diacritics: ακόρητος Capitals: ΑΚΟΡΗΤΟΣ
Transliteration A: akórētos Transliteration B: akorētos Transliteration C: akoritos Beta Code: a)ko/rhtos

English (LSJ)

ον,
A insatiate, unsated, c. gen., πολέμου, μάχης, ἀπειλάων, Il.12.335, 20.2, 14.479 (not in Od.), cf. Hes.Sc.346; προκάδων h.Ven.71.
II (κόρις) undisturbed by bugs, Ar.Nu.44 (wrongly expl. by Sch. and Phot.p.63 R. as unswept).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκόρητος: -ον, (κορέννυμι) = ἀκόρεστος, ἀχόρταστος, μ. γεν., πολέμου, μάχης, ἀπειλάων, Ἰλ. Μ. 335., Υ. 2., Ξ. 479 (οὐδαμοῦ ἐν Ὀδ., πρβλ. Ἡσ. Ἀσπ. 346· προκάδων, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 71· πρβλ. ἀκόρεστος. ΙΙ. (κορέω) ὁ μὴ σαρωθείς, μὴ καλλωπισθείς, Ἀριστοφ. Νεφ. 44.

French (Bailly abrégé)

1ος, ον :
malpropre, non nettoyé.
Étymologie: , κορέω¹.
2ος, ον :
insatiable de, gén..
Étymologie: , κορέννυμι.

English (Autenrieth)

(κορέννῦμι): insatiate, w. gen.

Spanish (DGE)

-ον
insaciable, que no se harta de pers. c. gen. μόθου Il.7.117, πολέμου Il.12.335, cf. Il.20.2, μάχης Col.Memn.62.6 (II d.C.?), ἀϋτῆς Il.13.621, Hes.Sc.346, 433, 459, ἀπειλάων Il.14.479, ὑμεναίων Musae.285, ζήλοιό τ' ἐπισμυγερῶς ἀκόρητοι insaciables en sus celos para su propia ruina A.R.1.616, ἀ. ὑσμίνης Nonn.D.32.166, ἱπποσύνης Nonn.D.37.171, δαίμων ... κακῶν θρήνων IGBulg.12.220.5 (Odesos I/II d.C.)
de un charlatán τῇ ἀκορήτῳ γλώσσῃ Gr.Nyss.Eun.2.447, de anim. παρδάλιες ... προκάδων ἀκόρητοι h.Ven.71, de cosas οἶστρος Nonn.D.48.552.
-ον
no acicalado, no refinado, ἄγροικος ... βίος ... ἀκόρητος Ar.Nu.44
del estilo no pulido Gr.Naz.Ep.51.5.

Greek Monolingual

(I)
ἀκόρητος, -ον (Α) κορέννυμι
1. ο ακόρεστος
«Ἄρης ἀκόρητος αὐτῆς» (Ησίοδος)
2. ασκούπιστος, ακαλλώπιστος.
(II)
ἀκόρητος, -ον (Α) κόρις
αυτός που δεν τον ενόχλησαν οι κοριοί.

Greek Monotonic

ἀκόρητος: -ον (κορέννυμι),
I. αχόρταγος, άπληστος σε ή με κάτι, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.
II. (κορέω), ασκούπιστος, μη ξέχειλος, μη γεμισμένος έως πάνω, αδιακόσμητος, αστόλιστος, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀκόρητος: не могущий насытиться (τινος Hom., HH, Hes.).
неопрятный, грязный (βίος Arph.).

Middle Liddell

κορέννυμι
I. insatiate, unsated in or with a thing, c. gen., Il.
II. (κορέω) unswept, ungrimmed, ungarnished, Ar.