αὐτοσταδίη: Difference between revisions
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
m (Text replacement - " " to "") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aftostadii | |Transliteration C=aftostadii | ||
|Beta Code=au)tostadi/h | |Beta Code=au)tostadi/h | ||
|Definition=(sc. [[μάχη]]), ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> | |Definition=(sc. [[μάχη]]), ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[stand-up fight]], [[close fight]], Ep. word, used only in dat., ἔν γ' αὐτοσταδίῃ <span class="bibl">Il.13.325</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 19:00, 20 August 2022
English (LSJ)
(sc. μάχη), ἡ, A stand-up fight, close fight, Ep. word, used only in dat., ἔν γ' αὐτοσταδίῃ Il.13.325.
German (Pape)
[Seite 402] ἡ, der Kampf, in dem Mann gegen Mann kämpft, Handgemenge, Il. 13, 325.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοστᾰδίη: (ἐνν. μάχη), ἡ, Ἐπικὴ λέξις ἀπαντῶσα μόνον κατὰ δοτικ. (πρβλ. αὐτοσχέδιος), ἔν γ’ αὐτοσταδίῃ, «ἐν τῇ συστάδην μάχῃ» (Σχολ.) Ἰλ. Ν. 325.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
s.e. μάχη;
combat corps à corps.
Étymologie: αὐτός, ἵστημι.
English (Autenrieth)
(ἵστημι): hand to hand fight, Il. 13.325†.
Spanish (DGE)
(αὐτοστᾰδίη) -ης, ἡ lucha cuerpo a cuerpo ἔν γ' αὐτοσταδίῃ Il.13.325.
Greek Monolingual
αὐτοσταδίη, η (Α)
μάχη «εκ του συστάδην», όπου ο μαχητής κρατάει σταθερά τη θέση του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + επίθ. στάδιος «αυτός που στέκεται σταθερά, ο ακίνητος, ο άκαμπτος»].
Greek Monotonic
αὐτοστᾰδίη: (ἵσταμαι), σε κατάσταση μάχης, κοντά στη μάχη, ἔν γ' αὐτοσταδίῃ, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
αὐτοστᾰδίη: ἡ (sc. μάχη) рукопашный бой Hom.