λαμπτήρ: Difference between revisions

From LSJ

ἐγώ εἰμι τὸ ἄλφα καὶ τὸ ὦ, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος → I am the Alpha and the Omega, the first and the last, the beginning and the end

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+):" to "$1 $2, $3:")
m (Text replacement - "s’" to "s'")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆρος (ὁ) :<br /><b>I.</b> vase à feu où l’on brûlait des torches de résine <i>ou</i> du bois sec pour s’éclairer;<br /><b>II.</b> <i>postér.</i> tout ce qui éclaire :<br /><b>1</b> flambeau;<br /><b>2</b> lampe.<br />'''Étymologie:''' R. Λαμπ, v. [[λάμπω]].
|btext=ῆρος (ὁ) :<br /><b>I.</b> vase à feu où l’on brûlait des torches de résine <i>ou</i> du bois sec pour s'éclairer;<br /><b>II.</b> <i>postér.</i> tout ce qui éclaire :<br /><b>1</b> flambeau;<br /><b>2</b> lampe.<br />'''Étymologie:''' R. Λαμπ, v. [[λάμπω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 07:50, 22 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαμπτήρ Medium diacritics: λαμπτήρ Low diacritics: λαμπτήρ Capitals: ΛΑΜΠΤΗΡ
Transliteration A: lamptḗr Transliteration B: lamptēr Transliteration C: lamptir Beta Code: lampth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, (λάμπω)

A stand or grate for pine and other wood used for lighting rooms, Od.18.307 sq., 343, 19.63; ὦ χαῖρε, λ. νυκτός thou that lightest up the night, of a beacon-fire, A.Ag.22; ἕσπεροι λαμπτῆρες the evening watch-fires, S.Aj.286; ἡλίου λαμπτῆρες E.Rh.60. b epithet of Dionysus, Paus.7.27.3. 2 lantern, E. IA34 (anap.), Hp.Int.26, X.Smp.5.2, Aen.Tact.22.21, PCornell 1.85; λ. ἀντιπεφραγμένος, of a horn-lantern, Philist.15, cf. Emp.84.3; λ. μὴ ἔχοντι τὸ κύκλῳ δέρμα Arist.HA531a5.

German (Pape)

[Seite 13] ῆρος, ὁ, Leuchter; in der ältesten Zeit eine Art Feuergeschirr, auf welches man dürres Holz u. Kiehn häufte u. zur Erleuchtung des Gemaches anzündete, Od. 18, 306. 343. 19, 63; vgl. Hesych. Später Leuchter, von B. A. 50 von λυχνοῦχος u. φανός unterschieden, als χαλκοῦν ἢ σιδηροῦν ἢ ξύλινον λαμπάδιον ὅμοιον, ἔχον θρυαλλίδα. So Eur. I. A. 34, σὺ δὲ λαμπτῆρος φάος ἀμπετάσας δέλτον γράφεις. Bei Xen. Conv. 5, 2 dasselbe, was §. 9 λύχνος heißt; auch Fackel, Sp., wie bei Aesch. Ag. 23 λ. νυκτός das Fackelzeichen ist. Bei Empedocl. 276 Laterne, s. ἀμουργός, u. vgl. Arist. H. A. 4, 5. – Übertr., ἕσπεροι λαμπτῆρες οὐκέτ' ᾖθον, von den Sternen, Soph. Ai. 279; ἡλίου λαμπτῆρες Eur. Rhes. 60 u. sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

λαμπτήρ: -ῆρος, ὁ, (λάμπω) κυρίως ἐσχάρα ἐφ’ ἧς ἐτίθεντο τεμάχια πίτυος (δᾳδίου) ἢ ἄλλου ξύλου πρὸς φωτισμόν, Ὀδ. Σ. 307 κἑξ., 343, Τ. 63· ὦ χαῖρε λ. νυκτός, ὁ φωτίζων τὴν νύκτα, ἐπὶ τοῦ διὰ πυρῶν σημείου, τοῦ πυρσοῦ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 22· ἕσπεροι λαμπτῆρες, τὰ νυκτερινὰ πυρὰ τῶν φυλάκων, Σοφ. Αἴ. 286, ἔνθα ἴδε Λοβέκ.· ἡλίου λαμπτῆρες Εὐρ. Ρῆσ. 60. 2) καθόλου, = λαμπάς, ὁ αὐτ. ἐν Ι. Α. 34, Ξεν. Συμπ. 5, 2· λ. ἀντιπεφραγμένος, ἐπὶ λυχνίας ἐκ κέρατος, Φίλιστ. 15, πρβλ. Ἐμπεδ. 222· λ. μὴ ἔχοντι τὸ κύκλῳ δέρμα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 5, 8.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
I. vase à feu où l’on brûlait des torches de résine ou du bois sec pour s'éclairer;
II. postér. tout ce qui éclaire :
1 flambeau;
2 lampe.
Étymologie: R. Λαμπ, v. λάμπω.

English (Autenrieth)

ῆρος: fire-pan, lightstand, cresset, to hold blazing pine splinters for illuminating, Od. 18.307, Od. 19.63. (See cuts, after bronze originals from Pompeii.)

Greek Monotonic

λαμπτήρ: -ῆρος, ὁ (λάμπω
1. βάση ή σχάρα πάνω στην οποία τοποθετούνταν τεμάχια πεύκου ή άλλου ξύλου για το φωτισμό των δωματίων, σε Ομήρ. Οδ.· ὦ χαῖρε, λαμπτὴρ νυκτός, εσύ που φωτίζεις τη νύχτα, λέγεται για τον πυρσό, σε Αισχύλ.· ἕσπεροι λαμπτῆρες, νυχτερινά δαυλιά των φυλάκων, σε Σοφ.
2. γενικά, = λαμπάς, σε Ευρ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

λαμπτήρ: ῆρος ὁ
1) светец (подставка для смолистых лучин), светильник Hom.;
2) факел Aesch. etc.;
3) светоч, светило: ἕσπεροι λαμπτῆρες Soph. вечерние светочи, т. е. звезды;
4) сияние, луч (ἡλίου λαμπτῆρες Eur.);
5) лампа, фонарь Eur., Xen., Arst. etc.

Middle Liddell

λαμπτήρ, ῆρος, λάμπω
1. a stand or grate for pine and other wood used for lighting rooms, Od.; ὧ χαῖρε, λ. νυκτός thou that lightest up the night, of the beacon-fire, Aesch.; ἕσπεροι λαμπτῆρες the evening watch-fires, Soph.
2. generally, = λαμπάς1 Eur., Xen.

English (Woodhouse)

torch, beacon fire

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)