προήκω: Difference between revisions

From LSJ

οὐδεὶς ἔστη παρὰ τῷ λέοντι ἡμᾶς φοβήσαντι → no one stood near the lion because it had frightened us

Source
m (Text replacement - " ’" to "’")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "s’" to "s'")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>1</b> être avancé, s’avancer ; <i>fig.</i> προήκειν καθ’ ἡλικίαν PLUT avancer en âge ; ἀξιώματι THC en dignité ; [[ἐς]] [[τοῦτο]] DÉM être avancé à ce point;<br /><b>2</b> l’emporter par, être considéré pour.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ἥκω]].
|btext=<b>1</b> être avancé, s'avancer ; <i>fig.</i> προήκειν καθ’ ἡλικίαν PLUT avancer en âge ; ἀξιώματι THC en dignité ; [[ἐς]] [[τοῦτο]] DÉM être avancé à ce point;<br /><b>2</b> l’emporter par, être considéré pour.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ἥκω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 07:54, 22 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προήκω Medium diacritics: προήκω Low diacritics: προήκω Capitals: ΠΡΟΗΚΩ
Transliteration A: proḗkō Transliteration B: proēkō Transliteration C: proiko Beta Code: proh/kw

English (LSJ)

A to have gone before, be the first, ἀξιώσει Th.2.34; χρήμασι X.HG7.1.23; χρόνῳ τῶν ἄλλων S.E.M.9.1; τοῖς χρόνοις ib.1.204. 2 to have advanced, π. ἐς βαθὺ τῆς ἡλικίας Ar.Nu.513; τὴν ἡλικίαν LXX 4 Ma.5.4; ἡλικίᾳ D.C.58.27; καθ' ἡλικίαν Plu.Alc.13; also, ἔχειν ἡλικίαν πλέον προήκουσαν Arist.Pol.1336b18(s.v.l.); [ὁρῶ] τὰ πράγματ' εἰς τοῦτο προήκοντα have come to this pass, D.3.1; of time, τῆς ἡμέρας προηκούσης Plu.Brut.15; also ἐπὶ προηκούσῃ τῇ πραγματείᾳ as my work proceeds, Gal.2.573. II to have come forth, τοῦ δωματίου Hld.5.2. III reach beyond, τῆς ἄρκυος X.Cyn.10.7; extend in length, Gal.5.228.

German (Pape)

[Seite 723] (s. ἥκω), vorgehen, vorrücken; προήκων ἐς βαθὺ τῆς ἡλικίας, Ar. Nubb. 513; u. so vom Alter, καθ' ἡλικίαν προήκων, Plut. Alc. 13 u. a. Sp., auch absolut; aber auch προήκειν ἀξιώματι, Thuc. 2, 34, wie χρήμασι, Xen. Hell. 7, 1, 23; δόξῃ, Plut. Cat. min. 14, wie προέ χω, Dem. 3, 1 vrbdt ὁρῶ τὰ πρἀγματα εἰς τοῦτο προήκοντα, es ist so weit gekommen.

Greek (Liddell-Scott)

προήκω: προέχω, ὑπερέχω, ἀξιώσει Θουκ. 2. 34. χρήμασι Ξεν. Ἑλλην. 7. 1, 23· χρόνῳ τῶν ἄλλων Σέξτ. Ἐμπειρ. Π. Μ. 9. 1· τοῖς χρόνοις αὐτόθι 1. 204. 2) ἔχω προχωρήσῃ, πρ. ἐς βαθὺ τῆς ἡλικίας Ἀριστοφ. Νεφ. 513· ἡλικίᾳ Δίων Κ. 58. 27· καθ’ ἡλικίαν Πλουτ. Ἀλκ. 13· ὡσαύτως, ἔχειν ἡλικίαν πλέον προήκουσαν Ἀριστ. Πολιτ. 7. 17, 10· εἰς τοῦτο πρ., ἔχει φθάσῃ εἰς τοῦτο τὸ σημεῖον, Δημ. 28. 5· ἐπὶ χρόνου, τῆς ἡμέρας προηκούσης Πλουτ. Βροῦτ. 15. ΙΙ. ἔχω προχωρήσῃ πρὸς τὰ ἐμπρός, ἔχω ἐξέλθῃ, τοῦ δωματίου Ἡλιόδ. 5. 2. ΙΙΙ. ἐκτείνομαι πέραν τινός, τῆς ἄρκυος Ξεν. Κυν. 10, 7.

French (Bailly abrégé)

1 être avancé, s'avancer ; fig. προήκειν καθ’ ἡλικίαν PLUT avancer en âge ; ἀξιώματι THC en dignité ; ἐς τοῦτο DÉM être avancé à ce point;
2 l’emporter par, être considéré pour.
Étymologie: πρό, ἥκω.

Greek Monolingual

Α ἥκω
1. είμαι ανώτερος, υπερέχω («γένει τε οὐδενὸς ἐνδεὴς χρήμασί τε προήκων», Ξεν.)
2. έχω προχωρήσει, έχω φθάσει («ἔχειν ἡλικίαν πλέον προήκουσαν», Αριστοτ.)
3. έχω εξέλθει («τοῦ δωματίου προήκων», Ηλιόδ.)
4. απλώνομαι πέρα από κάτι, εκτείνομαι («προήκω τῆς ἄρκυος, Ξεν.).

Greek Monotonic

προήκω: μέλ. -ήξω,
I. 1. βρίσκομαι από πριν, είμαι πρώτος, σε Θουκ., Ξεν.
2. υπερέχω, προήκω ἐς βαθὺ τῆς ἡλικίας, σε Αριστοφ.· εἰς τοῦτο προήκειν, έχω φτάσει σ' αυτό το σημείο, σε Δημ.· λέγεται για χρόνο, τῆς ἡμέρας προηκούσης, σε Πλούτ.
II. εκτείνομαι πιο πέρα, τῆς ἄρκυος, σε Ξεν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-ήκω gevorderd zijn:; καθ’ ἡλικίαν π. van gevorderde leeftijd zijn Plut. Alc. 13.1; ὁρῶ... τὰ πράγματ’ εἰς τοῦτο προήκοντα ὥστε... ik zie dat de toestand zo nijpend is geworden dat... Dem. 3.1; overdr.. ἀξιώσει π. in hoog aanzien staan Thuc. 2.34.6; χρήμασι προήκων in rijkdom vooraanstaand Xen. Hell. 7.1.23.

Russian (Dvoretsky)

προήκω:
1) выйти вперед, выдвинуться (χρήμασι προήκων Xen.): ἀξιώσει π. Thuc. достичь высокого положения; προήκων ἐς βαθὺ της ἡλικίας Arph. достигший старости; τῆς ἡμέρας προηκούσας Plut. когда был уже поздний час дня; εἰς τοῦτο π. Dem. дойти до этого или зайти так далеко;
2) предшествовать: χρόνῳ τῶν ἄλλων π. Sext. предшествовать другим во времени;
3) выдаваться вперед, расширяться: προήκοντα κόλπον ποιεῖν Xen. сделать расширение (в звероловной сети).

Middle Liddell

fut. -ήξω
I. to have gone before, be the first, Thuc., Xen.
2. to have advanced, πρ. ἐς βαθὺ τῆς ἡλικίας Ar.; εἰς τοῦτο προήκειν to have come to this pass, Dem.; of time, τῆς ἡμέρας προηκούσας Plut.
II. to reach beyond, τῆς ἄρκυος Xen.