καταρχή: Difference between revisions

From LSJ

πρὶν τοὺς ἰχθῦς ἑλεῖν σὺ τὴν ἅλμην κυκᾷς → you're mixing the sauce before catching the fish | don't count your chickens before they are hatched | don't count your chickens before they hatch | first catch your hare | first catch your rabbit | first catch your rabbit and then make your stew | first catch your hare, then cook it | first catch your hare, then cook him

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''καταρχή:''' ἡ начало (πολέμου Polyb.).
|elrutext='''καταρχή:''' ἡ [[начало]] (πολέμου Polyb.).
}}
}}

Revision as of 10:10, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταρχή Medium diacritics: καταρχή Low diacritics: καταρχή Capitals: ΚΑΤΑΡΧΗ
Transliteration A: katarchḗ Transliteration B: katarchē Transliteration C: katarchi Beta Code: katarxh/

English (LSJ)

ἡ, A beginning, πράγματος BGU1209.11 (i B.C.), cf. Callicr. ap.Stob.4.28.16, Plb.2.12.8; κ. διαφορᾶς Id.22.4.14,al.; ἀνέμου Mim. Oxy.413.213. II Astrol., forecast of an undertaking, voyage, etc., Serapio in Cat.Cod.Astr.1.99, Vett.Val.187.15 (pl.); περὶ καταρχῶν, title of poems by Maximus and Heph.Astr. III part of victim first offered, IG22.1359. IV primacy, sovereignty, τοῦ ἁθρόου Epicur.Fr.314; starting-point, basis, Chrysipp.Stoic.2.246; τὰς Χάριτας (εἶναι) τὰς ἡμετέρας κ. Phld.Piet.14.

German (Pape)

[Seite 1376] ἡ, Anfang, Beginn, πολέμου Pol. 23, 2, 14, öfter, u. Sp. Auch = Opfer von Erstlingen.

Greek (Liddell-Scott)

καταρχή: ἡ, ἀρχή, ἔναρξις, Καλλικρ. παρὰ Στοβ. 485. 47, Πολύβ. 2. 12, 8· κ. πολέμου ὁ αὐτ. 23, 2, 14· ἐν περίφρ., κ. ποιεῖσθαι Ἀθήν. σ. 139·- ἐν τῷ πληθ. αἱ πρῶται θυσίαι, ἀπαρχαὶ καὶ σπονδή.

Greek Monolingual

καταρχή, ἡ (Α)
1. αρχή, έναρξη («ἀπὸ δὲ ταύτης τῆς καταρχῆς Ῥωμαῖοι μὲν εὐθέως ἄλλους πρεσβευτὰς ἐξαπέστειλαν πρὸς Κορινθίους», Πολ.)
2. αστρολ. η πρόβλεψη μιας κατάστασης με την παρατήρηση τών αστέρων, η προμάντευση
3. εξουσία κυριαρχία
4. η αφετηρία μιας ενέργειας ή ἑνός πράγματος
5. στον πληθ. αἱ καταρχαί
οι απαρχές, οι τελετές που γίνονταν κατά την έναρξη της θυσίας
6. φρ. «Περὶ καταρχῶν» — τίτλος ποιημάτων του Μαξίμου και του Ηφαιστίωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -αρχή (< ἀρχή), πρβλ. απαρχή, υπαρχή].

Russian (Dvoretsky)

καταρχή:начало (πολέμου Polyb.).