πάγχριστος: Difference between revisions
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pagchristos | |Transliteration C=pagchristos | ||
|Beta Code=pa/gxristos | |Beta Code=pa/gxristos | ||
|Definition=ον, (χρίω) | |Definition=ον, (χρίω) [[thoroughly anointed]]: <b class="b3">τᾶς πειθοῦς παγχρίστῳ συγκραθείς</b> without a Subst. in a corrupt passage, <span class="bibl">S.<span class="title">Tr.</span>661</span> (lyr.; Sch. supplies [[πέπλῳ]]). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 14:20, 23 August 2022
English (LSJ)
ον, (χρίω) thoroughly anointed: τᾶς πειθοῦς παγχρίστῳ συγκραθείς without a Subst. in a corrupt passage, S.Tr.661 (lyr.; Sch. supplies πέπλῳ).
German (Pape)
[Seite 436] durchaus, ganz gesalbt, τᾶς πειθοῦς παγχρίστῳ συγκραθείς, Soph. Tr. 658, mit dem ganz gesalbten Kleide der Überredung, welches Liebe hervorrufen sollte.
Greek (Liddell-Scott)
πάγχριστος: -ον, (χρίω) ὁ ὅλως ἀληλιμμμένος, παντελῶς κεχρισμένος, τᾶς πειθοῦς παγχρίστῳ συγκραθείς, κεῖται ἄνευ οὐσιαστ. ἐν Σοφ. Τρ. 661, ἐπὶ τοῦ χιτῶνος τοῦ κεχρισμένου διὰ τοῦ αἵματος τοῦ Νέσσου: Κατὰ τὸν Σχολιαστ. «λείπει τῷ πέπλῳ», ― ἔλλειψις ἀδύνατος· καὶ μέχρι τοῦδε οὐδεμία ἑρμηνεία ἱκανοποιοῦσα εὑρέθη, ἀλλ’ ἴδε σημ. Jebb. ἐν τόπῳ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
oint tout entier.
Étymologie: πᾶς, χριστός.
Greek Monolingual
πάγχριστος, -ον (Α)
ο εντελώς χρισμένος, ο αλειμμένος ολόκληρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + χριστός (< χρίω)].
Greek Monotonic
πάγχριστος: -ον (χρίω), επιχρισμένος παντού· πάγχριστον, τό (ενν. φάρμακον), φαίνεται να σημαίνει αυτό που είναι γεμάτο επικάλυψη, που είναι όλο επιχρισμένο, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
πάγχριστος: весь умащенный или пропитанный (предполож. πέπλος Soph.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πάγχριστος -ον [πᾶς, χριστός] geheel gezalfd.
Middle Liddell
πάγ-χριστος, ον, χρίω
all-anointed: πάγχριστον (sc. φαρμακόν) seems to mean full-anointing, Soph.