πολυγηθής: Difference between revisions
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=polygithis | |Transliteration C=polygithis | ||
|Beta Code=polughqh/s | |Beta Code=polughqh/s | ||
|Definition=Dor. πολῠ-γᾱθής, ές, (γηθέω) | |Definition=Dor. πολῠ-γᾱθής, ές, (γηθέω) [[much-cheering]], [[delightful]], [[gladsome]], ὧραι <span class="bibl">Il.21.450</span>; Διώνυσος <span class="bibl">Hes.<span class="title">Th.</span>941</span>, <span class="bibl"><span class="title">Op.</span>614</span>, cf. <span class="bibl">Pi.<span class="title">Fr.</span>29.5</span>; Διὸς εὐναί <span class="bibl">Id.<span class="title">P.</span>2.28</span>; ὀρχηθμός <span class="title">AP</span>9.189, etc.: also voc. <b class="b3">-γηθε</b> (as if from <b class="b3">-γηθος</b>) <span class="bibl">Orph.<span class="title">H.</span>10.10</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:35, 23 August 2022
English (LSJ)
Dor. πολῠ-γᾱθής, ές, (γηθέω) much-cheering, delightful, gladsome, ὧραι Il.21.450; Διώνυσος Hes.Th.941, Op.614, cf. Pi.Fr.29.5; Διὸς εὐναί Id.P.2.28; ὀρχηθμός AP9.189, etc.: also voc. -γηθε (as if from -γηθος) Orph.H.10.10.
German (Pape)
[Seite 660] ές, viel erfreuend; Ὧραι, Il. 21, 450; Hes. O. 612 Διώνυσος, wie Th. 941; Pind. dor. πολυγαθής, Διὸς εὐναί, P. 2, 28; Διωνύσου πολυγηθέα τιμάν, frg. 5; sp. D., ὀρχηθμός Ep. ad. 521 (IX, 189), ὄλβος Maneth. 2, 158.
Greek (Liddell-Scott)
πολυγηθής: Δωρ. -γᾱθής, ές, (γηθέω) ὁ πολὺ τέρπων, εὐφραίνων, εὐφρόσυνος, φαιδρός, Ὧραι Ἰλ. Φ. 450· Διώνυσος Ἡσ. Θ. 941, Ἔργ. κ. Ἡμ. 612, πρβλ. Πινδ. Ἀποσπ. 5. 5· Διὸς εὐναὶ Πινδ. Π. 2. 51· ὀρχηθμὸς Ἀνθ. Π. 9. 189, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui cause une grande joie.
Étymologie: πολύς, γηθέω.
English (Autenrieth)
ές (γηθέω): much-rejoicing, ‘ever gay,’ epithet of the Horae, conceived as never ceasing from the choral dance, Il. 21.450†.
Greek Monolingual
-ές, και δωρ. τ. πολυγαθής και πολύγηθος, -ον, Α
τερπνός, ευχάριστος («πολυγηθὴς Διώνυσσος», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -γηθής / -γηθος (< γῆθος, τὸ «χαρά»), πρβλ. ευ-γηθής].
Greek Monotonic
πολυγηθής: Δωρ. -γᾰθής, -ές (γηθέω), πολύ εύθυμος, γοητευτικός, θελκτικός, σαγηνευτικός, πολύ χαρούμενος, εξαιρετικά ευχάριστος, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
πολυγηθής: дор. πολυγᾱθής 2 полный радости, радостный или радующий (Ὧραι Hom.; Διώνυσος Hes.; ὀρχηθμός Anth.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυγηθής -ές, Dor. πολυγᾱθής [πολύς, γηθέω] vreugdevol.
Middle Liddell
πολυ-γηθής, δοριξ πολυ-γᾱθής, ές γηθέω
much-cheering, delightful, gladsome, Il., Hes.