φλεύω: Difference between revisions

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=fleyo
|Transliteration C=fleyo
|Beta Code=fleu/w
|Beta Code=fleu/w
|Definition=only found in compds., <span class="sense"><span class="bld">A</span> v. [[ἐπι-]], [[περι-φλεύω]].</span>
|Definition=only found in compds., v. [[ἐπι-]], [[περι-φλεύω]].
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 19:50, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φλεύω Medium diacritics: φλεύω Low diacritics: φλεύω Capitals: ΦΛΕΥΩ
Transliteration A: phleúō Transliteration B: phleuō Transliteration C: fleyo Beta Code: fleu/w

English (LSJ)

only found in compds., v. ἐπι-, περι-φλεύω.

German (Pape)

[Seite 1291] sengen, brennen, verbrennen), scheint nur imcompp. περιφλεύω vorzukommen.

Greek (Liddell-Scott)

φλεύω: πιθαν. εὕρηται μόνον ἐν τῷ συνθέτῳ περιφλεύω παρ’ Ἡροδότῳ.

Greek Monolingual

Α
φλέγω, καίω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. φλεύω, το οποίο απαντά μόνο «εν συνθέσει» (πρβλ. περι-φλεύω / περι-φλύω) έχει προέλθει από τ. φλέFω, με αντιπροσώπευση του -F- στη φωνηεντική του μορφή ως -υ-, και ανάγεται στην απαθή βαθμίδα της ΙΕ ρίζας bhl-ew- «φουσκώνω, πρήζομαι, ρέω, κοχλάζω» (βλ. και λ. φλέω [[[επίσης]] < φλέFω] και φλύω). Για τη σχέση ανάμεσα στη σημ. «καίω, φλέγω» του ρ. και στη σημ. «ρέω» της ρίζας πρβλ. τις φρ. φλὸξ ῥυεῖσα, ἀνακεχυμέναι φλόγες, καθώς και τον στ. της Ιλ. τῆς δ' αἶψα κατ' ἀσβέστη κέχυτο φλόξ. Η άποψη ότι η ρίζα bhleu- του ρ. φλεύω πρέπει να αναχθεί στη ρίζα bhel- «λάμπω, αστραφτερός» (πρβλ. φαλός) δεν θεωρείται πιθανή].

Frisk Etymology German

φλεύω: {*phleúō}
Grammar: v.
See also: s. φλέω.
Page 2,1025