γαυλικός: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
m (Text replacement - " :" to ":") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=gavlikos | |Transliteration C=gavlikos | ||
|Beta Code=gauliko/s | |Beta Code=gauliko/s | ||
|Definition=ή, όν, | |Definition=ή, όν, [[of]] or for a γαῦλος ''ΙΙ'', <b class="b3">χρήματα γ</b>. [[its]] cargo, <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>5.8.1</span> ([[varia lectio|v.l.]] [[γαυλιτικά]]). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 21:20, 23 August 2022
English (LSJ)
ή, όν, of or for a γαῦλος ΙΙ, χρήματα γ. its cargo, X.An.5.8.1 (v.l. γαυλιτικά).
German (Pape)
[Seite 476] zum Kauffahrteischiff gehörig, χρήματα, Schiffsladung, Xen. An. 5, 8, 1.
Greek (Liddell-Scott)
γαυλικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόδιος εἰς γαῦλον· -χρήματα γ., αἱ πραγματεῖαι, τὸ φορτίον, Ξεν. Ἀν. 5. 8, 1· διάφ. γραφ. γαυλιτικά.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de vaisseau marchand (cargaison).
Étymologie: γαῦλος.
Spanish (DGE)
-ή, -όν de un navío de carga χρήματα X.An.5.8.1.
Greek Monolingual
γαυλικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον γαύλο.
Greek Monotonic
γαυλικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή προορίζεται για εμπορικό πλοίο, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
γαυλικός: v.l. γαυλιτικός 3 являющийся торговым грузом или корабельный (χρήματα Xen.).
Middle Liddell
of or for a merchant vessel, Xen.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γαυλικός -ή -όν γαῦλος van een vrachtschip:. γαυλικὰ χρήματα scheepslading Xen. An. 5.8.1.