λειχήνη: Difference between revisions
From LSJ
Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=leichini | |Transliteration C=leichini | ||
|Beta Code=leixh/nh | |Beta Code=leixh/nh | ||
|Definition=ἡ, | |Definition=ἡ, = [[μυρτάκανθον]], Dsc.4.144. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λειχήνη]], ἡ (ΑM)<br /><b>μσν.</b><br />[[λειχήνα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] φυτού, ο [[μυρτάκανθος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του [[λειχήν]] [[κατά]] τα θηλ. σε -<i>η</i>]. | |mltxt=[[λειχήνη]], ἡ (ΑM)<br /><b>μσν.</b><br />[[λειχήνα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] φυτού, ο [[μυρτάκανθος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του [[λειχήν]] [[κατά]] τα θηλ. σε -<i>η</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 02:55, 24 August 2022
English (LSJ)
ἡ, = μυρτάκανθον, Dsc.4.144.
Greek Monolingual
λειχήνη, ἡ (ΑM)
μσν.
λειχήνα
αρχ.
είδος φυτού, ο μυρτάκανθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του λειχήν κατά τα θηλ. σε -η].