ῥῆξις: Difference between revisions

From LSJ

Ἐλεύθερον φύλαττε τὸν σαυτοῦ τρόπον → Te liberum ipse moribus praesta tuis → Die Freiheit wahre deiner eignen Lebensart

Menander, Monostichoi, 144
mNo edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' εως ἡ) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ῥῆξις:''' εως ἡ разрыв, трещина (νέφους Arst.): ἔμπυροι ῥήξεις Eur. трещины в пламени (считавшиеся дурной приметой при жертвоприношении).
|elrutext='''ῥῆξις:''' εως ἡ [[разрыв]], [[трещина]] (νέφους Arst.): ἔμπυροι ῥήξεις Eur. трещины в пламени (считавшиеся дурной приметой при жертвоприношении).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 15:00, 2 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥῆξις Medium diacritics: ῥῆξις Low diacritics: ρήξις Capitals: ΡΗΞΙΣ
Transliteration A: rhē̂xis Transliteration B: rhēxis Transliteration C: riksis Beta Code: r(h=cis

English (LSJ)

εως, ἡ, Aeol. ϝρῆξις Alc.149:—A breaking, bursting, φλεβίου Hp.Aph.4.78; sc. ὀστέου Id.VC12; πλευμόνων Phld.Ir.p.28 W. (pl.); ἐμπύρους τ' ἀκμὰς ῥήξεις τε, i.e. both the pointed flames and the broken (the former a good omen, the latter bad), E.Ph.1256; κατὰ ῥῆξιν νέφους Arist.Mu.394b17, cf. Stoic.1.34; ἀέρος ῥ., as the effect of a mighty shout, Plu.Flam.10. 2 breaking forth, τῶν καταμηνίων Hp.Aph.3.28 (pl.); αἵματος ῥ. διὰ ῥινῶν Id.Prog.7; discharge, Id.Aph.5.15, Epid.6.6.12. II rent, cleft, Plu.2.935c (pl.); ῥήξεις ἐν τοῖς τείχεσιν Ph.Bel.84.22.

German (Pape)

[Seite 840] ἡ, das Reißen, Durchbrechen, Plut. Aem. P. 14; der Riß, Ritz, Spalt, Durchbruch, Eur. Phoen. 1262, Arist. u. Sp., wie Plut. plac. phil. 3, 3, öfter.

Greek (Liddell-Scott)

ῥῆξις: -εως, ἡ, (ῥήγνυμαι) διάρρηξις, «σπάσιμον», φλεβίου Ἱππ. Ἀφ. 1252· ὀστέου ὁ αὐτ. ἐν Τρωμ. Κεφ. 903· - ἐμπύρους τ’ ἀκμὰς ῥήξεις τε ἐνώμων, παρετήρουν (οἱ μάντεις) τὰς εἰς ὀξὺ ληγούσας φλόγας καὶ τὰς διαρρηγνυμένας ἀτάκτως (ὧν αἱ πρῶται ἦσαν καλὸς οἰωνός, αἱ δὲ δεύτεραι κακός), Εὐρ. Φοίν. 1255, πρβλ. πυρὸς ἀκμαῖς Ἐπικράτ. ἐν «Ἐμπόρῳ» 1· κατὰ ῥῆξιν νέφους Ἀριστ. π. Κόσμ. 4, 11· ῥ. ἀέρος, ὡς ἀποτέλεσμα ἰσχυροῦ ἤχου, Πλουτ. Φλαμ. 10. 2) διάρρηξις, ἐκροή, τῶν καταμηνίων Ἱππ. Ἀφ. 1248· αἵματος ῥ. ἐκ τῶν ῥινῶν ὁ αὐτ. 38. 46· - πύωσις, «ὄμπυασμα», ὁ αὐτ. ἐν Ἀφ. 1253, πρβλ. 1191Α. ΙΙ. ὡς τὸ ῥῆγμα, βάθεσι μεγάλοις καὶ ῥήξεσιν Πλούτ. 2. 935C.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
déchirure, fente, crevasse.
Étymologie: ῥήγνυμι.

Greek Monotonic

ῥῆξις: -εως, ἡ (ῥήγνυμαι), σπάσιμο, έκρηξη, διάρρηξη, ρήγμα· ῥήξεις, κομματιασμένες φλόγες, ως ένδειξη κακού οιωνού, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ῥῆξις: εως ἡ разрыв, трещина (νέφους Arst.): ἔμπυροι ῥήξεις Eur. трещины в пламени (считавшиеся дурной приметой при жертвоприношении).

Middle Liddell

ῥῆξις, εως, [ῥήγνυμαι]
a breaking, bursting, ῥήξεις broken flames, a bad omen, Eur.

Greek Monolingual

η / ῥῆξις, ῥήξεως, ΝΑ, και αιολ. τ. ϝρῆξις, Α
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ρηγνύω, σπάσιμο, διάσπαση, άνοιγμα
2. ιατρ. βίαιη διάσπαση τών ιστών («ῥῆξεις πλευμόνων», Φιλόδ.)
3. ρήγμα, χάσμα
νεοελλ.
1. (νομ.) βίαιη διάνοιξη της εισόδου κτηρίου ή κιβωτίου για κλοπή ή αξιόποινη πράξη, επιβαρυντική στην επιμέτρηση της ποινής
2. μτφ. α) βίαιη διακοπή σχέσεων, διάσταση («ήλθαν σε ρήξη, λόγω έντονης διαφωνίας»)
β) σύγκρουση
αρχ.
εκροή, καταρροή («αἵματος ῥῆξις διὰ ῥινῶν», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < απαθή βαθμίδα ῥηγ- του ῥήγνυμι + κατάλ. -σις (πρβλ. πῆξις)].