θεμιτός: Difference between revisions

From LSJ

κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>θεμῐτός</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[rightful]] “σέ (= Ἀπόλλωνα), τὸν οὐ θεμιτὸν ψεύδει [[θιγεῖν]]” (P. 9.42)
|sltr=<b>θεμῐτός</b> [[rightful]] “σέ (= Ἀπόλλωνα), τὸν οὐ θεμιτὸν ψεύδει [[θιγεῖν]]” (P. 9.42)
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 12:05, 3 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεμῐτός Medium diacritics: θεμιτός Low diacritics: θεμιτός Capitals: ΘΕΜΙΤΟΣ
Transliteration A: themitós Transliteration B: themitos Transliteration C: themitos Beta Code: qemito/s

English (LSJ)

ή, όν, (θέμις) allowed by the laws of God and men, righteous, οὐ θεμιτόν [ἐστι],= οὐ θέμις, c. inf., οὐ θ. οἱ ἔφασκε πίνειν οἶνον h.Cer.207, cf. Pi.P.9.42, S.OT993, OC1758 (anap.), E.Or.97, Theoc.5.136, etc.: in Prose, Hdt.3.37,5.72, Pl.Ap.30d, IG 2.1059.16, 14.1390; μηδὲ θεμιτὸν… μηδ' ὅσιον D.21.148: in plural, τὰ μὴ θεμίτ' ἦν [ἰδεῖν] dub. l. in Call.Lav.Pall.78. Adv. -τῶς Phot., Suid.

German (Pape)

[Seite 1194] = θεμιστός, gew. mit der Negation, οὐ θεμιτόν, Pind. P. 9, 43; ἀλλ' οὐ θεμιτὸν γὰρ κεῖσε μολεῖν Soph. O. C. 1755; ἦ ῥητόν; ἢ οὐ θεμιτὸν ἄλλον εἰδέναι; O. R. 993, wo des Verses wegen θεμιστόν geändert wird; σοὶ δ' οὐχὶ θεμιτὸν πρὸς φίλον στείχειν τάφον Eur. Or. 97; Phoen. 615; οὗ δῆτ' ἀνδράσιν οὐ θεμιτὸν εἰσορᾶν ὄργια σεμνὰ θεαῖν Ar. Th. 1150; auch in Prosa, gew. mit der Negation, Plat. Phaedr. 256 d Gorg. 497 c Phaed. 61 c, u. einzeln bei Sp., οὐ θεμιτὸν εἶναι χωλὸν γενέσθαι βασιλέα Plut. Agesil. 3; οὔτε ὅσιον οὔτε θεμιτόν D. Hal. 9, 13; εἰ θεμιτὸν εἰπεῖν S. Emp. adv. gramm. 81. – Adv., VLL.

Greek (Liddell-Scott)

θεμῐτός: -ή, -όν, (θέμις) ὡς τὸ θεμιστός, σύμφωνος πρὸς τοὺς θείους καὶ ἀνθρωπίνους νόμους, ὅσιος, δίκαιος, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 207· οὐ θεμιτόν ἐστι, ὡς τὸ οὐ θέμις, μετ’ ἀπαρ., Πίνδ. Π. 9. 75, Σοφ. Ο. Τ. 993, Ο. Κ. 1758, Εὐρ., κτλ.· οὕτω παρὰ πεζοῖς, Ἡρόδ. 3. 37., 5. 72, Πλάτ. Ἀπολ. 30D, Συλλ. Ἐπιγρ. 26, 103. 16, κτλ.· μηδὲ θεμιτὸν... μηδὲ ὅσιον Δημ. 562. 20· ὡσαύτως κατὰ πληθ., τὰ μὴ θεμίτ’ ἧς ἰδεῖν Καλλ. ἐν Λουτρ. Παλλάδ. 78. - Ἐπίρρ. -τῶς, Φώτ., Σουΐδ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
réglé par les lois divines ou humaines ; οὐ θεμιτόν (ἐστι) il n’est pas permis par les lois, avec l’inf..
Étymologie: θέμις.

English (Slater)

θεμῐτός rightful “σέ (= Ἀπόλλωνα), τὸν οὐ θεμιτὸν ψεύδει θιγεῖν” (P. 9.42)

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α θεμιτός, -ή, -όν) θέμις (Ι)]
σύμφωνος με τους θείους και τους ανθρώπινους νόμους, δίκαιος, όσιος, νόμιμος (α. «δεν είναι θεμιτό τα παιδιά να βρίζουν τους γονείς» β. «οὐ θεμιτόν ἐστι ἐσιέναι ἄλλον», Ηρόδ.).
επίρρ...
θεμιτώς (Α θεμιτῶς)
με θεμιτό τρόπο, νόμιμα, δίκαια.

Greek Monotonic

θεμῐτός: -ή, -όν (θέμις), όπως το θεμιστός, αυτός που επιτρέπεται από τους νόμους των θεών και των ανθρώπων, δίκαιος, σε Ομηρ. Ύμν.· οὐ θεμιτόν (ἐστι), όπως το οὐ θέμις, σε Πίνδ., Ηρόδ., Αττ.

Russian (Dvoretsky)

θεμῐτός: правильный, дозволенный, справедливый, законный (преимущ. с отриц.) Pind., Soph., Eur., Arph.: λέγεις τὸ μὴ θεμιτὸν εἶναι ἑαυτὸν βιάζεσθαι Plat. ты говоришь, что неправильно кончать жизнь самоубийством; μηδὲ θεμιτὸν μηδὲ ὅσιον Dem. (это) недопустимо ни по писаным законам, ни по неписаным; εἰ θεμιτὸν εἰπεῖν Sext. если позволено (так) выразиться.

Middle Liddell

θεμῐτός, ή, όν θέμις
like θεμιστός, allowed by the laws of God and men, righteous, Hhymn.; οὐ θεμιτόν [ἐστι], like οὐ θέμις, Pind., Hdt., attic