προσπαλαίω: Difference between revisions

From LSJ

ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>προσπᾰλαίω</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[wrestle]] [[against]] c. dat. καὶ μὰν [[κεῖνος]] [[Ἄτλας]] οὐρανῷ προσπαλαίει (P. 4.290) Ἀνταίου δόμους Θηβᾶν [[ἄπο]] Καδμειᾶν μορφὰν [[βραχύς]], ψυχὰν δ' [[ἄκαμπτος]] προσπαλαίσων ἦλθ ἀνὴρ (sc. [[Ἡρακλέης]]) (I. 4.53)
|sltr=<b>προσπᾰλαίω</b> [[wrestle]] [[against]] c. dat. καὶ μὰν [[κεῖνος]] [[Ἄτλας]] οὐρανῷ προσπαλαίει (P. 4.290) Ἀνταίου δόμους Θηβᾶν [[ἄπο]] Καδμειᾶν μορφὰν [[βραχύς]], ψυχὰν δ' [[ἄκαμπτος]] προσπαλαίσων ἦλθ ἀνὴρ (sc. [[Ἡρακλέης]]) (I. 4.53)
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 12:10, 3 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσπᾰλαίω Medium diacritics: προσπαλαίω Low diacritics: προσπαλαίω Capitals: ΠΡΟΣΠΑΛΑΙΩ
Transliteration A: prospalaíō Transliteration B: prospalaiō Transliteration C: prospalaio Beta Code: prospalai/w

English (LSJ)

wrestle against, wrestle with or struggle with, τινι Pi.I.4.53, Pl.Tht.162b, Alc.1.107e, al.; Ἄτλας οὐρανῷ π. Pi.P.4.290; κὴρ π. ψυχῇ Ph.1.654: metaph., ἐν τοῖς λόγοις προσπαλαίω Pl.Tht.169b; προσπαλαίω σφαίρᾳ = take wrestling exercise with a ball, Plu.2.793b; πολλοῖς χρέεσιν προσπαλαίω = wrestle with debts, PSI1.76.6 (vi A.D.).

German (Pape)

[Seite 776] (s. παλαίω), mit Einem, gegen Einen ringen, Pind. I. 3, 71; auch Ἄτλας οὐρανῷ προσπαλαίει, P. 4, 290, er strebt gegen den Himmel an; νεωτέρῳ, Plat. Theaet. 162 b; ἐν τοῖς λόγοις, 169 d, u. sonst; σφαίρᾳ, sich im Ballspiel üben, Plut. an seni ger. resp. 18.

Greek (Liddell-Scott)

προσπᾰλαίω: παλαίω, ἀγωνίζομαι ἐναντίον τινός, τινὶ Πινδ. Ι. 4. 90 (3. 71), Πλάτ. Θεαίτ. 162Β, Ἄλκ. 1. 107Β, κ. ἀλλ’ Ἄτλας οὐρανῷ πρ. Πινδ. Π. 4. 516· - μεταφ., πρ. ἐν τοῖς λόγοις Πλάτ. Θεαίτ. 169D· πρ. σφαίρᾳ, παίζω τὴν σφαῖραν, Πλούτ. 2. 793Β.

French (Bailly abrégé)

s'exercer ou jouer à, τινι.
Étymologie: πρός, παλαίω.

English (Slater)

προσπᾰλαίω wrestle against c. dat. καὶ μὰν κεῖνος Ἄτλας οὐρανῷ προσπαλαίει (P. 4.290) Ἀνταίου δόμους Θηβᾶν ἄπο Καδμειᾶν μορφὰν βραχύς, ψυχὰν δ' ἄκαμπτος προσπαλαίσων ἦλθ ἀνὴρ (sc. Ἡρακλέης) (I. 4.53)

Greek Monolingual

ΜΑ παλαίω
μτφ. αγωνίζομαι («τὸν γὰρ προσελθόντα οὐκ ἀνίης πρὶν ἀναγκάσῃς... ἐν τοῖς λόγοις προσπαλαῑσαι», Πλάτ.)
αρχ.
1. παλεύω με κάποιον
2. φρ. «προσπαλαίω σφαίρᾳ» — γυμνάζομαι στη σφαιροβολία.

Greek Monotonic

προσπᾰλαίω: μέλ. -σω, παλεύω ή αγωνίζομαι εναντίον κάποιου, τινί, σε Πίνδ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

προσπᾰλαίω:
1) вести борьбу, бороться (τινί Pind., Plat.);
2) упражняться (ἐν τοῖς λόγοις Plat.): π. σφαίρᾳ Plut. состязаться в игре в мяч.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-παλαίω strijden tegen, met dat.:; τῷ... νεωτέρῳ... ὄντι π. strijden tegen de man die jonger is Plat. Tht. 162b; abs., overdr.. ἐν τοῖς λόγοις π. redetwisten Plat. Tht. 169b.

Middle Liddell

fut. σω
to wrestle or struggle with, τινί Pind., Plat.