πρεπόντως: Difference between revisions
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (Text replacement - "<br \/> <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[πρεπόντως]] | |sltr=[[πρεπόντως]] [[fittingly]] συμμεῖξαι [[πρεπόντως]] (O. 3.9) | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 12:14, 3 September 2022
English (LSJ)
Adv. part. of πρέπω, A fitly, meetly, A.Ag.687 (lyr.); gracefully, Pi.O.3.9, Th.4.126. 2 c. dat., in a manner befitting, suitably to, σαυτῷ τε καὶ τῇ πατρίδι π. Pl.Lg.699d, cf. 835b: c. gen., in a manner worthy of, π. τῶν πραξάντων Id.Mx.239c.
German (Pape)
[Seite 697] adv. part. praes. von πρέπω, auf geziemende od. schickliche Art; Pind. Ol. 3, 9; Aesch. Ag. 673; Eur. Rhes. 202; u. in Prosa: ὡς πρεπόντως τοῦ νεανίσκου εἰπόντος, Plat. Conv. 198 a, σαυτῷ καὶ τῇ πατρίδι πρεπόντως, Legg. III, 699 a, u. sonst.
Greek (Liddell-Scott)
πρεπόντως: ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεστ. τοῦ πρέπω, κατὰ πρέποντα τρόπον, προσηκόντως, Αἰσχύλ. Ἀγ. 687· ὡς πρέπει, χαριέντως, ἐπιχαρίτως, Πινδ. Ο. 3. 16. 2) μετὰ δοτ., κατὰ τρόπον ἁρμόζοντα εἰς..., σαυτῇ καὶ τῇ πατρίδι πρ. Πλάτ. Νόμ. 699D, πρβλ. 835Β· μετὰ γεν., ὡς τὸ ἀξίως, πρ. τῶν πραξόντων ὁ αὐτ. ἐν Μενεξ. 239C.
French (Bailly abrégé)
adv.
décemment, convenablement.
Étymologie: πρέπων part. prés. de πρέπω.
English (Slater)
πρεπόντως fittingly συμμεῖξαι πρεπόντως (O. 3.9)
Greek Monolingual
Α
επίρρ. κατά πρέποντα, κατά αρμόζοντα τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρέπων, -οντος, μτχ. του πρέπω.
Greek Monotonic
πρεπόντως: επίρρ. μτχ. του πρέπον,
1. με κατάλληλο τρόπο, πειθήνια, προσηκόντως, κομψά, χαριτωμένα, σε Πίνδ., Αισχύλ.
2. με δοτ., με τρόπο που αρμόζει, κατάλληλα με, σε Πλάτ.· επίσης με γεν.· όπως ἀξίως, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
πρεπόντως: подобающим образом Pind., Aesch.: π. τινός и τινί Plat. как подобает кому-л., достойным кого-л. образом.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρεπόντως [πρέπω] adv., op passende wijze.
Middle Liddell
[adverb from part. of πρέπον
1. in fit manner, meetly, beseemingly, gracefully, Pind., Aesch.
2. c. dat. in a manner befitting, suitably to, Plat.; also c. gen., like ἀξίως, Plat.
English (Woodhouse)
appropriately, becomingly, befittingly, fitly, fittingly, properly, suitably