ἐμπόριον: Difference between revisions
πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → the critical moment will turn out to be the teacher of many things
m (Text replacement - "‘([\w\s]+)’" to "‘$1’") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=e)mpo/rion | |Beta Code=e)mpo/rion | ||
|Definition=τό, [[emporium]], [[trading station]], [[mart]], [[factory]], Hdt.1.165, al., Th.1.100, Ar.Av. 1523, IPE12.47.9 (Olbia, i A. D.), etc.; προστάται τοῦ ἐ. Hdt.2.178; ἐμπόριον [[παρέχειν]], of [[Corinth]], Th.1.13.<br><span class="bld">b</span> [[market centre]] for a [[district]] which had no [[πόλις]], SIG880.22 (Macedonia, iii A. D.).<br><span class="bld">2</span> τὸ [[ἐμπόριον]], at [[Athens]], the [[exchange|Exchange]], where the [[merchant]]s [[resort]]ed, [[δανείσασθαι]] Χρήματα ἐν τῷ ἐμπορίῶ D.35.1, cf. 18.309; ἐκ τοὐμπορίου τινές = [[foreign]] [[merchant]]s, Diph.17.3, cf. 43.9.<br><span class="bld">II</span> [[ἐμπόρια]], τά, [[merchandise]], X. Vect.1.7. | |Definition=τό, [[emporium]], [[trading station]], [[mart]], [[factory]], Hdt.1.165, al., Th.1.100, Ar.Av. 1523, IPE12.47.9 (Olbia, i A. D.), etc.; προστάται τοῦ ἐ. Hdt.2.178; ἐμπόριον [[παρέχειν]], of [[Corinth]], Th.1.13.<br><span class="bld">b</span> [[market centre]] for a [[district]] which had no [[πόλις]], SIG880.22 (Macedonia, iii A. D.).<br><span class="bld">2</span> τὸ [[ἐμπόριον]], at [[Athens]], the [[exchange|Exchange]], where the [[merchant]]s [[resort]]ed, [[δανείσασθαι]] Χρήματα ἐν τῷ ἐμπορίῶ D.35.1, cf. 18.309; ἐκ τοὐμπορίου τινές = [[foreign]] [[merchant]]s, Diph.17.3, cf. 43.9.<br><span class="bld">II</span> [[ἐμπόρια]], τά, [[merchandise]], X. Vect.1.7. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ου, τό<br /><b class="num">1</b> [[emporio]], [[factoría]], [[mercado]], [[enclave comercial]]<br /><b class="num">a)</b> gener. en la costa, Hdt.4.152, Ar.<i>Au</i>.1523, Arist.<i>Oec</i>.1348<sup>b</sup>21, en Tracia τὰ ἐν τῇ [[ἀντιπέρας]] Θρᾴκῃ ἐμπόρια Th.1.100, cf. Scyl.<i>Per</i>.67, en [[Samotracia]] ἐν τῇ ἠπείρῳ ἐμπόρια [[Δρῦς]], Ζώνη Scyl.<i>Per</i>.67, en Creta, Str.10.4.11, τὸ τῶν Ἀρωμάτων ἐ. en el Mar Rojo <i>Peripl.M.Rubri</i> 12, ἐ. νόμιμον puerto comercial sujeto a [[legislación]] restrictiva</i>, e.d., donde la [[compraventa]] no es libre <i>Peripl.M.Rubri</i> 4, 21, en Bitinia οἱ κατοικοῦντες τὸ ἐ. <i>IPrusias</i> 29.10 (III d.C.), cf. <i>SEG</i> 37.1072.2 (Nicomedia IV/V d.C.), <i>IApameia</i> 126.9 (VI d.C.), <i>IKyzikos</i> 1.581 (imper.), convertido con el tiempo en πόλις, de Bizancio τὴν πόλιν ἐπ' ἐμπορίου κειμένην Theopomp.Hist.62;<br /><b class="num">b)</b> en el interior τὰ κατὰ τὴν [[ἄλλην]] χώραν ἐμπόρια en Egipto, D.S.1.67, cf. <i>SEG</i> 43.486.22, 24 (Tracia IV a.C.), cf. St.Byz.s.u. Πίστιρος, <i>IGBulg</i>.3.1690e.31 (III d.C.), en Sicilia τὰ μεσόγεια ἐμπόρια D.H.7.20.<br /><b class="num">2</b> [[mercado portuario]], [[barrio comercial]] zona delimitada del puerto donde se concentran las actividades comerciales ἐμπορίο καὶ hοδō ὅρος <i>IG</i> 1<sup>3</sup>.1101 (V a.C.), ἔξω τῶν σημείων τοῦ ... ἐμπορίου D.35.28, dif. de λιμήν ‘[[puerto]]’ τὰ δὲ περὶ τοὺς λιμένας μέρη [[δεῖγμα]], χῶμα, ἐ. καὶ ... [[ἐξαίρεσις]] Hyp.<i>Fr</i>.186, cf. 70, X.<i>HG</i> 5.2.16.<br /><b class="num">3</b> p. ext. [[puerto]] [[comercial]] de una [[πόλις]] pero dif. de ella εἶναι ... ἀσυλίαν τοῖς ἀφικνουμένοις Σινωπέων εἰς τὴν πόλιν ἢ εἰς τὸ ἐ. <i>IG</i> 12(9).1186.29 (Histiea III a.C.), τὸ Ἀθηναίων ἐ. del [[Pireo]], D.34.4, τὸ σιτικὸν ἐ. Arist.<i>Ath</i>.51.4, πότερ' Ἀττικοὶ ἅπαντες ἢ κἀκ τοὐμπορίου τινές; Diph.17.3, cf. 42.9, en Delos οἱ ἔμποροι καὶ ναύκληροι οἱ καταπλέοντες εἰς τὸ ἐ. <i>ID</i> 1657.5 (I a.C.), μὴ ὀκνήσῃς διελθὼν εἰς ἐ. καὶ ἀγοράσας en [[Alejandría]] <i>PCair.Zen</i>.25.9, cf. <i>PSI</i> 413.5 (ambos III a.C.), τὸ ξενικὸν ἐ. donde se almacenaban las mercancías extranjeras en espera de pasar por la [[aduana]] <i>COrd.Ptol</i>.53.33 (II a.C.), en Asia Menor τὸ φορτήγιον τοῦ ἐμπορίου <i>IAlex.Troas</i> 151 (III d.C.), cf. <i>ISmyrna</i> 713 (III d.C.), τὸ Σικελικὸν ἐ. el mercado siciliano</i> e.d. los puertos de Sicilia</i> Scymn.493, cf. Str.6.2.1, en Tanais <i>CIRB</i> 1237, 1242 (ambas II d.C.)<br /><b class="num">•</b>[[administrado]] por [[magistrado]]s que inspeccionan las actividades comerciales: en Atenas ἐμπορίου ἐπιμεληταί Arist.<i>Ath</i>.51.4, cf. Din.2.10, <i>SEG</i> 26.72.22 (Atenas IV a.C.), en Delos bajo control aten. ἐμπορίου ἐπιμελητής <i>SEG</i> 32.218.176 (II/I a.C.), cf. <i>ID</i> 1710.5 (I a.C.), en Mileto κατὰ τὸν νόμον τῶν τοῦ ἐμπορίου ἐπιμελητῶν <i>Milet</i> 1(3).140.63 (III a.C.), en Rodas <i>NSRC</i> 20.9 (I a.C.) en <i>Ath.Mitt</i>.51.1926.4, en Náucratis προστάται τοῦ ἐμπορίου Hdt.2.178, en Alejandría πρὸς τῇ ἐπιστατείᾳ τοῦ ξενικοῦ ἐμπορίου <i>IAlex.Ptol</i>.58.5 (II a.C.).<br /><b class="num">4</b> p. ext. [[emporio]], [[mercado]], [[ciudad o centro comercial]]<br /><b class="num">a)</b> de antiguas colonias comerciales convertidas en [[ciudad]] τὰ Ποντικὰ ἐμπόρια Hdt.4.24, cf. Str.11.2.10, Ὀλβία ... μέγα ἐ., κτίσμα Μιλησίων Str.7.3.17, cf. 7.4.5;<br /><b class="num">b)</b> de [[ciudad]] c. una importante [[vocación]] [[comercial]]: Tiro ἔσται ἐ. πάσαις ταῖς βασιλείαις τῆς οἰκουμένης [[LXX]] <i>Is</i>.23.17, Éfeso ἐ. οὖσα μέγιστον τῶν κατὰ τὴν Ἀσίαν Str.14.1.24, Alejandría μέγιστον ἐ. τῆς οἰκουμένης Str.17.1.13.<br /><b class="num">5</b> [[lonja]] o [[casa de contratación]] οἶκος ἐμπορίου dicho por Jesucristo del Templo de Jerusalén al [[expulsar]] a los comerciantes <i>Eu.Io</i>.2.16<br /><b class="num">•</b>[[almacén de venta al por mayor de productos de importación]] ἐ. ἀγορασμῶν [με] στὸν ἐξ Ἀκ[ου]ιτανίης <i>IGF</i> 141.8 (Lugdunum II/III d.C.)<br /><b class="num">•</b>prob. [[tienda de venta al por menor]] <i>IG</i> 3(3).75a.11 (IV a.C.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐμπόριον''': τό, Λατ. [[emporium]], [[τόπος]] ἐμπορικὸς παρὰ τὴν θάλασσαν, λιμὴν ἐμπορικὸς [[ἔνθα]] προσορμίζονται πλοῖα ἐμπορικὰ πρὸς φόρτωσιν ἢ ἐκφόρτωσιν ἐμπορευμάτων, σταθμὸς [[ἐμπορικός]], [[ἀγορά]], [[ἀποθήκη]] ἐμπορευμάτων, οἵας εἶχον οἱ Φοίνικες καὶ οἱ Καρχηδόνιοι ἐν Σικελίᾳ καὶ Ἱσπανίᾳ, καὶ οἱ Ἕλληνες εἰς πλεῖστα παράλια τῆς Μεσογείου καὶ τοῦ Εὐξείνου πόντου, Ἡρόδ. 1. 165., 4. 108, 7. 158., 9. 106, Θουκ. 1. 100., 7. 50, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 1523˙ προστάται τοῦ ἐμπορίου, ἐπιμεληταί, ὡς τὸ Λατ. praefecti mercatorum, Ἡρόδ. 2. 178˙ [[ἐμπόριον]] παρέχοντες ἀμφότερα, καθιστῶντες (τὴν ἑαυτῶν πόλιν οἱ Κορίνθιοι) [[κέντρον]] ἐμπορίου καὶ κατὰ γῆν καὶ κατὰ θάλασσαν, Θουκ. 1. 13. 2) τὸ ἐμπ. ἐν Ἀθήναις, [[εἶδος]] χρηματιστηρίου [[ἔνθα]] συνήρχοντο οἱ ἔμποροι, δανείσασθαι χρήματα ἐν τῷ ἐμπορίῳ Δημ. 923. 4. πρβλ. 328. 20˙ πότερ’ Ἀττικοὶ ἅπαντες, ἢ κἀκ τοὐμπορίου τινές; ἢ ξένοι ἔμποροι: Δίφιλος ἐν «’Απολιπούσῃ» 1. 3˙ [[οἷον]] τὸ κατὰ τοὐμπόριον... γένος ὁ αὐτὸς ἐν «Ζωγράφῳ» 2. 9˙ πρβλ. ἐπιμελητὴς ΙΙ. 5. ΙΙ. ἐμπόρια, τά, ἐμπορεύματα, Ξεν. Πόροι 1. 7. (Schneid. ἐμπορίας, πρβλ. [[ἐμπορία]] ΙΙ). | |lstext='''ἐμπόριον''': τό, Λατ. [[emporium]], [[τόπος]] ἐμπορικὸς παρὰ τὴν θάλασσαν, λιμὴν ἐμπορικὸς [[ἔνθα]] προσορμίζονται πλοῖα ἐμπορικὰ πρὸς φόρτωσιν ἢ ἐκφόρτωσιν ἐμπορευμάτων, σταθμὸς [[ἐμπορικός]], [[ἀγορά]], [[ἀποθήκη]] ἐμπορευμάτων, οἵας εἶχον οἱ Φοίνικες καὶ οἱ Καρχηδόνιοι ἐν Σικελίᾳ καὶ Ἱσπανίᾳ, καὶ οἱ Ἕλληνες εἰς πλεῖστα παράλια τῆς Μεσογείου καὶ τοῦ Εὐξείνου πόντου, Ἡρόδ. 1. 165., 4. 108, 7. 158., 9. 106, Θουκ. 1. 100., 7. 50, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 1523˙ προστάται τοῦ ἐμπορίου, ἐπιμεληταί, ὡς τὸ Λατ. praefecti mercatorum, Ἡρόδ. 2. 178˙ [[ἐμπόριον]] παρέχοντες ἀμφότερα, καθιστῶντες (τὴν ἑαυτῶν πόλιν οἱ Κορίνθιοι) [[κέντρον]] ἐμπορίου καὶ κατὰ γῆν καὶ κατὰ θάλασσαν, Θουκ. 1. 13. 2) τὸ ἐμπ. ἐν Ἀθήναις, [[εἶδος]] χρηματιστηρίου [[ἔνθα]] συνήρχοντο οἱ ἔμποροι, δανείσασθαι χρήματα ἐν τῷ ἐμπορίῳ Δημ. 923. 4. πρβλ. 328. 20˙ πότερ’ Ἀττικοὶ ἅπαντες, ἢ κἀκ τοὐμπορίου τινές; ἢ ξένοι ἔμποροι: Δίφιλος ἐν «’Απολιπούσῃ» 1. 3˙ [[οἷον]] τὸ κατὰ τοὐμπόριον... γένος ὁ αὐτὸς ἐν «Ζωγράφῳ» 2. 9˙ πρβλ. ἐπιμελητὴς ΙΙ. 5. ΙΙ. ἐμπόρια, τά, ἐμπορεύματα, Ξεν. Πόροι 1. 7. (Schneid. ἐμπορίας, πρβλ. [[ἐμπορία]] ΙΙ). | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR |
Revision as of 15:05, 1 October 2022
English (LSJ)
τό, emporium, trading station, mart, factory, Hdt.1.165, al., Th.1.100, Ar.Av. 1523, IPE12.47.9 (Olbia, i A. D.), etc.; προστάται τοῦ ἐ. Hdt.2.178; ἐμπόριον παρέχειν, of Corinth, Th.1.13.
b market centre for a district which had no πόλις, SIG880.22 (Macedonia, iii A. D.).
2 τὸ ἐμπόριον, at Athens, the Exchange, where the merchants resorted, δανείσασθαι Χρήματα ἐν τῷ ἐμπορίῶ D.35.1, cf. 18.309; ἐκ τοὐμπορίου τινές = foreign merchants, Diph.17.3, cf. 43.9.
II ἐμπόρια, τά, merchandise, X. Vect.1.7.
Spanish (DGE)
-ου, τό
1 emporio, factoría, mercado, enclave comercial
a) gener. en la costa, Hdt.4.152, Ar.Au.1523, Arist.Oec.1348b21, en Tracia τὰ ἐν τῇ ἀντιπέρας Θρᾴκῃ ἐμπόρια Th.1.100, cf. Scyl.Per.67, en Samotracia ἐν τῇ ἠπείρῳ ἐμπόρια Δρῦς, Ζώνη Scyl.Per.67, en Creta, Str.10.4.11, τὸ τῶν Ἀρωμάτων ἐ. en el Mar Rojo Peripl.M.Rubri 12, ἐ. νόμιμον puerto comercial sujeto a legislación restrictiva, e.d., donde la compraventa no es libre Peripl.M.Rubri 4, 21, en Bitinia οἱ κατοικοῦντες τὸ ἐ. IPrusias 29.10 (III d.C.), cf. SEG 37.1072.2 (Nicomedia IV/V d.C.), IApameia 126.9 (VI d.C.), IKyzikos 1.581 (imper.), convertido con el tiempo en πόλις, de Bizancio τὴν πόλιν ἐπ' ἐμπορίου κειμένην Theopomp.Hist.62;
b) en el interior τὰ κατὰ τὴν ἄλλην χώραν ἐμπόρια en Egipto, D.S.1.67, cf. SEG 43.486.22, 24 (Tracia IV a.C.), cf. St.Byz.s.u. Πίστιρος, IGBulg.3.1690e.31 (III d.C.), en Sicilia τὰ μεσόγεια ἐμπόρια D.H.7.20.
2 mercado portuario, barrio comercial zona delimitada del puerto donde se concentran las actividades comerciales ἐμπορίο καὶ hοδō ὅρος IG 13.1101 (V a.C.), ἔξω τῶν σημείων τοῦ ... ἐμπορίου D.35.28, dif. de λιμήν ‘puerto’ τὰ δὲ περὶ τοὺς λιμένας μέρη δεῖγμα, χῶμα, ἐ. καὶ ... ἐξαίρεσις Hyp.Fr.186, cf. 70, X.HG 5.2.16.
3 p. ext. puerto comercial de una πόλις pero dif. de ella εἶναι ... ἀσυλίαν τοῖς ἀφικνουμένοις Σινωπέων εἰς τὴν πόλιν ἢ εἰς τὸ ἐ. IG 12(9).1186.29 (Histiea III a.C.), τὸ Ἀθηναίων ἐ. del Pireo, D.34.4, τὸ σιτικὸν ἐ. Arist.Ath.51.4, πότερ' Ἀττικοὶ ἅπαντες ἢ κἀκ τοὐμπορίου τινές; Diph.17.3, cf. 42.9, en Delos οἱ ἔμποροι καὶ ναύκληροι οἱ καταπλέοντες εἰς τὸ ἐ. ID 1657.5 (I a.C.), μὴ ὀκνήσῃς διελθὼν εἰς ἐ. καὶ ἀγοράσας en Alejandría PCair.Zen.25.9, cf. PSI 413.5 (ambos III a.C.), τὸ ξενικὸν ἐ. donde se almacenaban las mercancías extranjeras en espera de pasar por la aduana COrd.Ptol.53.33 (II a.C.), en Asia Menor τὸ φορτήγιον τοῦ ἐμπορίου IAlex.Troas 151 (III d.C.), cf. ISmyrna 713 (III d.C.), τὸ Σικελικὸν ἐ. el mercado siciliano e.d. los puertos de Sicilia Scymn.493, cf. Str.6.2.1, en Tanais CIRB 1237, 1242 (ambas II d.C.)
•administrado por magistrados que inspeccionan las actividades comerciales: en Atenas ἐμπορίου ἐπιμεληταί Arist.Ath.51.4, cf. Din.2.10, SEG 26.72.22 (Atenas IV a.C.), en Delos bajo control aten. ἐμπορίου ἐπιμελητής SEG 32.218.176 (II/I a.C.), cf. ID 1710.5 (I a.C.), en Mileto κατὰ τὸν νόμον τῶν τοῦ ἐμπορίου ἐπιμελητῶν Milet 1(3).140.63 (III a.C.), en Rodas NSRC 20.9 (I a.C.) en Ath.Mitt.51.1926.4, en Náucratis προστάται τοῦ ἐμπορίου Hdt.2.178, en Alejandría πρὸς τῇ ἐπιστατείᾳ τοῦ ξενικοῦ ἐμπορίου IAlex.Ptol.58.5 (II a.C.).
4 p. ext. emporio, mercado, ciudad o centro comercial
a) de antiguas colonias comerciales convertidas en ciudad τὰ Ποντικὰ ἐμπόρια Hdt.4.24, cf. Str.11.2.10, Ὀλβία ... μέγα ἐ., κτίσμα Μιλησίων Str.7.3.17, cf. 7.4.5;
b) de ciudad c. una importante vocación comercial: Tiro ἔσται ἐ. πάσαις ταῖς βασιλείαις τῆς οἰκουμένης LXX Is.23.17, Éfeso ἐ. οὖσα μέγιστον τῶν κατὰ τὴν Ἀσίαν Str.14.1.24, Alejandría μέγιστον ἐ. τῆς οἰκουμένης Str.17.1.13.
5 lonja o casa de contratación οἶκος ἐμπορίου dicho por Jesucristo del Templo de Jerusalén al expulsar a los comerciantes Eu.Io.2.16
•almacén de venta al por mayor de productos de importación ἐ. ἀγορασμῶν [με] στὸν ἐξ Ἀκ[ου]ιτανίης IGF 141.8 (Lugdunum II/III d.C.)
•prob. tienda de venta al por menor IG 3(3).75a.11 (IV a.C.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπόριον: τό, Λατ. emporium, τόπος ἐμπορικὸς παρὰ τὴν θάλασσαν, λιμὴν ἐμπορικὸς ἔνθα προσορμίζονται πλοῖα ἐμπορικὰ πρὸς φόρτωσιν ἢ ἐκφόρτωσιν ἐμπορευμάτων, σταθμὸς ἐμπορικός, ἀγορά, ἀποθήκη ἐμπορευμάτων, οἵας εἶχον οἱ Φοίνικες καὶ οἱ Καρχηδόνιοι ἐν Σικελίᾳ καὶ Ἱσπανίᾳ, καὶ οἱ Ἕλληνες εἰς πλεῖστα παράλια τῆς Μεσογείου καὶ τοῦ Εὐξείνου πόντου, Ἡρόδ. 1. 165., 4. 108, 7. 158., 9. 106, Θουκ. 1. 100., 7. 50, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 1523˙ προστάται τοῦ ἐμπορίου, ἐπιμεληταί, ὡς τὸ Λατ. praefecti mercatorum, Ἡρόδ. 2. 178˙ ἐμπόριον παρέχοντες ἀμφότερα, καθιστῶντες (τὴν ἑαυτῶν πόλιν οἱ Κορίνθιοι) κέντρον ἐμπορίου καὶ κατὰ γῆν καὶ κατὰ θάλασσαν, Θουκ. 1. 13. 2) τὸ ἐμπ. ἐν Ἀθήναις, εἶδος χρηματιστηρίου ἔνθα συνήρχοντο οἱ ἔμποροι, δανείσασθαι χρήματα ἐν τῷ ἐμπορίῳ Δημ. 923. 4. πρβλ. 328. 20˙ πότερ’ Ἀττικοὶ ἅπαντες, ἢ κἀκ τοὐμπορίου τινές; ἢ ξένοι ἔμποροι: Δίφιλος ἐν «’Απολιπούσῃ» 1. 3˙ οἷον τὸ κατὰ τοὐμπόριον... γένος ὁ αὐτὸς ἐν «Ζωγράφῳ» 2. 9˙ πρβλ. ἐπιμελητὴς ΙΙ. 5. ΙΙ. ἐμπόρια, τά, ἐμπορεύματα, Ξεν. Πόροι 1. 7. (Schneid. ἐμπορίας, πρβλ. ἐμπορία ΙΙ).
English (Strong)
neuter from ἔμπορος; a mart ("emporium"): merchandise.
English (Thayer)
(see ἐν, III:3), ἐμπορίου, τό (ἔμπορος), a place where trade is carried on, especially a seaport; a mart, emporium; (Pliny, forum nundinarium): οἶκος ἐμπορίου a market house (epexegetical genitive (Winer's Grammar, § 59,8a.; A. V. a house of merchandise)), Herodotus down; the Sept..)
Greek Monotonic
ἐμπόριον: τό,
I. 1. Λατ. emporium, τόπος εμπορίου, εμπορικό κέντρο, αγορά, όπως αυτή που δημιουργήθηκε από τους Φοίνικες και τους Καρχηδονίους, σε Ηρόδ. κ.λπ.
2. τὸ ἐμπ., στην Αθήνα, εμπορεύσιμα αγαθά, μέρος στο οποίο οι έμποροι συγκεντρώνονταν, σε Δημ.
II. ἐμπόρια, τά, εμπορεύματα, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἐμπόριον: τὸ
1) эмпорий, торговый центр или порт Thuc., Xen., Lys., Arst., Dem., Diod., Plut.: τοῦ ἐμπορίου προστάται Her. и ἐπιμελεταί Dem. смотрители эмпория;
2) pl. товар (κατὰ γῆν δέχεσθαι ἐμπόρια Xen.).
Middle Liddell
ἐμπόριον, ου, τό, n [from ἔμπορος
I. Lat. emporium, a trading-place, mart, factory, such as were formed by the Phoenicians and Carthaginians, Hdt., etc.
2. τὸ ἐμπ., at Athens, the Exchange, where the merchants resorted, Dem.
II. ἐμπόρια, τά, merchandise, Xen.
Chinese
原文音譯:™mpÒrion 恩-坡里按
詞類次數:名詞(1)
原文字根:在內-走
字義溯源:市場,貨物場所,買賣,商場;源自(ἔμπορος)=商人);由(ἐν / ἐμμέσῳ / ἐννόμως)*=在,入)與(πορεύομαι)=走過)組成,其中 (πορεύομαι)出自(πεῖρα)=察驗), (πεῖρα)出自(πέραν)=那邊),而 (πέραν)又出自(πειράω)X*=穿過)
出現次數:總共(1);約(1)
譯字彙編:
1) 買賣的(1) 約2:16
English (Woodhouse)
Wikipedia EN
An emporium refers to a trading post, factory, or market of Classical antiquity, derived from the Ancient Greek: ἐμπόριον, romanized: (empórion), which becomes Latin: emporium. The plural is emporia in both languages, although in Greek the plural undergoes a semantic shift to mean "merchandise".
Emporia varied greatly in their level of activity. Some seem to have functioned much like the permanent European trading colonies in China, India or Japan in the Early Modern period, or those of the Italian maritime republics of the Middle Ages in the Levant. Others were probably annual events for a few days or weeks like the medieval Champagne fairs, or modern trade fairs.
Wikipedia DE
Als Emporion (altgriechisch ἐμπόριον emporion, lateinisch emporium) wird in der Antike spätestens seit Herodot ein Markt- und Handelsplatz einer Stadt bezeichnet, der als Handelsniederlassung außerhalb des griechischen Mutterlandes angelegt wurde oder im Heimatland selbst als Umschlagplatz für fremde Waren unterhalten wurde. Da in der Antike der Fernhandel weitgehend über die Küstenschifffahrt abgewickelt wurde, handelt es sich meist um einen Hafen. Als frühe Erscheinung antiker Handelsbeziehungen war ein Emporion vielfach Ausgangspunkt für spätere Siedlungs- und Stadtgründungen. In der Forschung dient der Begriff zur Abgrenzung von Apoikien, die als vollwertige Polis angelegt wurden und nach einer Gründungsphase von ihrer Mutterstadt unabhängig waren. Ein Emporion verfügte im Gegensatz hierzu normalerweise weder über ein eigenes Bürgerrecht noch über politische Institutionen.
Wikipedia FR
En grec ancien, le mot emporion (ἐμπόριον) désigne un port de commerce, par opposition à l’astu (ἄστυ), la cité à proprement parler, située à l'intérieur des terres.
Le terme dérive du mot emporos, qui désigne un négociant au long cours. Il a donné naissance au nom du village d'Empurany et de la ville d'Empúries en Catalogne, comptoir fondé par les Phocéens de Massalia (Marseille) et Alalia (Aléria, Corse).
Wikipedia IT
Il termine emporio (dal greco antico empòrion; plurale empòria) designava nel Mediterraneo antico una località marittima adibita allo scarico, al deposito e alla vendita di merci.
L'etimologia del sostantivo emporio risale al greco antico ed è sintetizzabile nei seguenti passaggi: dal verbo pèiro (attraverso, oltrepasso) deriva il sostantivo pòros (passaggio, specialmente marittimo), da cui ha origine èmporos (passeggero, viaggiatore, specialmente con finalità commerciali), che a sua volta ha prodotto empòrion, che indica precisamente il luogo di approdo di un viaggiatore marittimo.
Wikipedia ES
Los emporiones (griego ἐμπόριον,empórion' que proviene de ἔμπορος (émporos), 'mercader') eran centros comerciales griegos ubicados en lugares donde el comercio era algo habitual, como en el caso de Egipto, Etruria, o la costa del Levante. En general eran comunidades griegas que contaban con el apoyo de los locales para instalarse allí con fines netamente comerciales. Estos asentamientos se crearon a fines de la Edad oscura y principios de la Edad arcaica, momento en el que el comercio a larga distancia empezaba a hacerse costumbre entre la población griega.
Los emporios funcionaban de forma muy similar a las colonias europeas de comercio en China.
Algunos de los emporiones más antiguos son Pitecusas, Al Mina y Espina, en el Delta del Po. Sin embargo, el emporión mejor documentado en la actualidad es Náucratis, ubicado a 16 km de la capital real de Sais, Heródoto lo visitó y lo dejó registrado en su libro Historias II. Náucratis era un asentamiento griego, pero controlado por el Faraón egipcio. Los emporiones se diferencian de las demás colonias griegas porque no tienen conexión directa con su metrópoli.
En la antigua Grecia, el comercio estaba mal visto, en cambio la posesión de tierras era el ideal entre los griegos. Sin embargo algunas ciudades-estado griegas como Egina mantenían contactos comerciales con Egipto, con el que comerciaban trigo y algunas cerámicas a cambio de vino y aceites y plata, la cual era usada para pagarles a los mercenarios, quienes eran otro grupo de habitantes griegos establecidos en Egipto.