δενδροφόρος: Difference between revisions

From LSJ

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0546.png Seite 546]] 1) Bäume, Zweige tragend, Sp. – 2) Bäume hervorbringend, Ath. XIV, 621 b; superl. Plut. Sull. 12.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0546.png Seite 546]] 1) Bäume, Zweige tragend, Sp. – 2) Bäume hervorbringend, Ath. XIV, 621 b; superl. Plut. Sull. 12.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui produit <i>litt.</i> qui porte des arbres.<br />'''Étymologie:''' [[δένδρον]], [[φέρω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δενδροφόρος''': -ον, ὁ τρέφων ἢ παράγων δένδρα, Ἀθήν. 621Β· ὑπερθ. –ώτατος Πλούτ. Σύλλ. 12:― ἡ δ. (ἐνν. γῆ), Φίλων 2. 583. ΙΙ. =[[θυρσοφόρος]], Ἰω. Λυδ. π. Μην. σ. 206.
|lstext='''δενδροφόρος''': -ον, ὁ τρέφων ἢ παράγων δένδρα, Ἀθήν. 621Β· ὑπερθ. –ώτατος Πλούτ. Σύλλ. 12:― ἡ δ. (ἐνν. γῆ), Φίλων 2. 583. ΙΙ. =[[θυρσοφόρος]], Ἰω. Λυδ. π. Μην. σ. 206.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui produit <i>litt.</i> qui porte des arbres.<br />'''Étymologie:''' [[δένδρον]], [[φέρω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 18:10, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δενδροφόρος Medium diacritics: δενδροφόρος Low diacritics: δενδροφόρος Capitals: ΔΕΝΔΡΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: dendrophóros Transliteration B: dendrophoros Transliteration C: dendroforos Beta Code: dendrofo/ros

English (LSJ)

ον, A bearing trees, φάραγξ Theodor. ap. Ath.14.621b; ἄρουρα BGU328i17 (ii A. D.): Sup. -ώτατος Plu.Sull.12; ἡ δ. (sc. γῆ) Ph.2.583. II in plural, tree-bearers, a guild in the cult of Cybele, μήτηρ δενδροφόρων IGRom.1.614 (Tomi, iii A.D.); freq. in Lat. Inscrr., cf. Lyd.Mens.4.59.

Spanish (DGE)

-ον
1 de un lugar que produce árboles, boscoso op. ἄδενδρος de las laderas de los Alpes, Plb.3.55.9, γῆ Str.17.3.23, τήν τ' Ἀκαδήμειαν ἔκειρε, δενδροφορωτάτην <τῶν> προαστείων οὖσαν Plu.Sull.12, ἡ δ. (γῆ) op. αἱ σπειρόμεναι Ph.2.583, cf. 21
plantado con árboles (ἄρουρα) BGU 328.1.17 (II d.C.)
fig. boscoso, peludo φάραγξ del culo, Sotad.2.
2 rom., subst. οἱ δενδροφόροι portadores de árboles o ramos cofrades en el culto de Cibele μήτηρ δενδροφόρων ITomis 83.14 (II/III d.C.), cf. IGBulg.4.1925 (Sérdica II d.C.), collegium dendroforum, CIL 9.939 (Apulia), 1459.9 (Hispinos), 10.5968, 8108, cf. Lyd.Mens.4.59.

German (Pape)

[Seite 546] 1) Bäume, Zweige tragend, Sp. – 2) Bäume hervorbringend, Ath. XIV, 621 b; superl. Plut. Sull. 12.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui produit litt. qui porte des arbres.
Étymologie: δένδρον, φέρω.

Greek (Liddell-Scott)

δενδροφόρος: -ον, ὁ τρέφων ἢ παράγων δένδρα, Ἀθήν. 621Β· ὑπερθ. –ώτατος Πλούτ. Σύλλ. 12:― ἡ δ. (ἐνν. γῆ), Φίλων 2. 583. ΙΙ. =θυρσοφόρος, Ἰω. Λυδ. π. Μην. σ. 206.

Greek Monolingual

-α, -ο (AM δενδροφόρος, -ον)
(για τόπο) ο κατάλληλος για δενδροκαλλιέργεια
1. (αρσ. ή θηλ. ως ουσ.) δενδροφόρος (τόπος ή γη)
γεμάτος δένδρα
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι Δενδροφόροι
αυτοί που τελούν τη δενδροφορία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρον + -φόρος < φέρω.

Greek Monotonic

δενδροφόρος: -ον (φέρω), περιοχή που έχει δέντρα· υπερθ. -ώτατος, σε Πλούτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δενδροφόρος -ον [δένδρον, φέρω] die bomen voortbrengt.

Russian (Dvoretsky)

δενδροφόρος: богатый деревьями (προάστειον Plut.).

Middle Liddell

φέρω
bearing trees; Sup. -ώτατος, Plut.