δαμαλίζω: Difference between revisions
πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0521.png Seite 521]] p. = [[δαμάζω]], Pind. P. 5, 121. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0521.png Seite 521]] p. = [[δαμάζω]], Pind. P. 5, 121. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=dompter, soumettre.<br />'''Étymologie:''' [[δάμαλις]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δᾰμᾰλίζω''': ποιητ. ἐκτεταμένος [[τύπος]] [[ἰσοδύναμος]] τῷ [[δαμάζω]], [[καταβάλλω]], ὑποτάττω, εὐκτ. -ίζοι Πίνδ. Π. 5. 163. Μέσ., πώλους δαμαλιζομένα Εὐρ. Ἱππ. 231 (λυρ.). | |lstext='''δᾰμᾰλίζω''': ποιητ. ἐκτεταμένος [[τύπος]] [[ἰσοδύναμος]] τῷ [[δαμάζω]], [[καταβάλλω]], ὑποτάττω, εὐκτ. -ίζοι Πίνδ. Π. 5. 163. Μέσ., πώλους δαμαλιζομένα Εὐρ. Ἱππ. 231 (λυρ.). | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater |
Revision as of 18:30, 1 October 2022
English (LSJ)
poet. = δαμάζω, to subdue, Pi.P.5.121 codd.:—Med., πώλους δαμαλιζομένα E.Hipp.231 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 521] p. = δαμάζω, Pind. P. 5, 121.
French (Bailly abrégé)
dompter, soumettre.
Étymologie: δάμαλις.
Greek (Liddell-Scott)
δᾰμᾰλίζω: ποιητ. ἐκτεταμένος τύπος ἰσοδύναμος τῷ δαμάζω, καταβάλλω, ὑποτάττω, εὐκτ. -ίζοι Πίνδ. Π. 5. 163. Μέσ., πώλους δαμαλιζομένα Εὐρ. Ἱππ. 231 (λυρ.).
English (Slater)
δαμαλίζω v. καταδαμαλίζω.
Greek Monolingual
(I)
εμβολιάζω με δαμαλίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελλ. ξεν. όρου
(πρβλ. αγγλ. vaccinate). Η λέξη μαρτυρείται από το 1864 στον Λουκ. Ι. Καραλίβανο].
(II)
δαμαλίζω (Α) δαμάλης
δαμάζω (ατίθασα άλογα).
Greek Monotonic
δᾰμᾰλίζω: ποιητ. τύπος του δαμάζω, τιθασεύω, εξημερώνω, υποτάσσω, δαμάζω (ό,τι και στη Ν.Ε.) — Μέσ., σε Ευρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δαμαλίζω [δάμαλις] temmen, ook med.: πώλους... δαμαλιζομένα veulens temmend Eur. Hipp. 231.
Russian (Dvoretsky)
δᾰμᾰλίζω: Pind., med. Eur. = δαμάζω 1.