ξύλινος: Difference between revisions

From LSJ

τοῖς οἰκείοις βουλεύμασιν ἁλίσκεσθαι → hoist by one's own petard, hoist with one's own petard, hoist on one's own petard, hoisted by one's own petard, be hoist with one's own petard

Source
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0281.png Seite 281]] von Holz, [[hölzern]]; [[τεῖχος]], Pind. P. 3, 38; [[λόχος]], Her. 6, 57, im Orak., [[τεῖχος]], 7, 141, [[πόλις]], οἰκίαι, 4, 108; σκεύη, Plat. Theaet. 146 e; Xen. u. Sp.; – καρποὶ ξύλινοι, Baumfrüchte, Ath. III, 78 d; – λίνα, Baumwolle, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0281.png Seite 281]] von Holz, [[hölzern]]; [[τεῖχος]], Pind. P. 3, 38; [[λόχος]], Her. 6, 57, im Orak., [[τεῖχος]], 7, 141, [[πόλις]], οἰκίαι, 4, 108; σκεύη, Plat. Theaet. 146 e; Xen. u. Sp.; – καρποὶ ξύλινοι, Baumfrüchte, Ath. III, 78 d; – λίνα, Baumwolle, Sp.
}}
{{bailly
|btext=η <i>ou</i> ος, ον :<br /><b>1</b> de bois;<br /><b>2</b> qui vient sur du bois, <i>càd</i> sur un arbre : ξυλίνη [[κύων]] PLUT églantier, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ξύλον]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ξύλινος''': -η, -ον, καὶ ος, ον, Διον. Ἁλ. 2. 23· - ὁ ἐκ ξύλου, [[ξύλινος]], Πινδ. Π. 3. 68, Ἡρόδ. 4. 108, κτλ., καὶ Ἀττ.· ὁ ξ. καρπός, ὁ [[καρπὸς]] δένδρου, [[ἄγριος]] καρπός, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν ἥμερον, Πλάτ. Κριτί. 115Β, πρβλ. Στράβ. 693· κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν Δημήτριον, Συλλ. Ἐπιγρ. 93. 19. 2) μεταφ. [[ξύλινος]], «ξυλένιος», [[νοῦς]] Ἀνθ. Π. 11. 275, πρβλ. 255. ΙΙ. ἐκ βάμβακος, Ἑβδ. (Σειράχ ΚΒ΄, 16), Πλίν. 13. 2, § 3.
|lstext='''ξύλινος''': -η, -ον, καὶ ος, ον, Διον. Ἁλ. 2. 23· - ὁ ἐκ ξύλου, [[ξύλινος]], Πινδ. Π. 3. 68, Ἡρόδ. 4. 108, κτλ., καὶ Ἀττ.· ὁ ξ. καρπός, ὁ [[καρπὸς]] δένδρου, [[ἄγριος]] καρπός, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν ἥμερον, Πλάτ. Κριτί. 115Β, πρβλ. Στράβ. 693· κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν Δημήτριον, Συλλ. Ἐπιγρ. 93. 19. 2) μεταφ. [[ξύλινος]], «ξυλένιος», [[νοῦς]] Ἀνθ. Π. 11. 275, πρβλ. 255. ΙΙ. ἐκ βάμβακος, Ἑβδ. (Σειράχ ΚΒ΄, 16), Πλίν. 13. 2, § 3.
}}
{{bailly
|btext=η <i>ou</i> ος, ον :<br /><b>1</b> de bois;<br /><b>2</b> qui vient sur du bois, <i>càd</i> sur un arbre : ξυλίνη [[κύων]] PLUT églantier, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ξύλον]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater

Revision as of 21:25, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῠλῐνος Medium diacritics: ξύλινος Low diacritics: ξύλινος Capitals: ΞΥΛΙΝΟΣ
Transliteration A: xýlinos Transliteration B: xylinos Transliteration C: ksylinos Beta Code: cu/linos

English (LSJ)

η, ον, A of wood, wooden, τεῖχος Pi.P.3.38; δόμος, οἰκίαι, B.3.49, Hdt.4.108, etc.; ὁ ξ. καρπός produce of trees, i. e. fruit, wine, or oil, opp. ξηρός (q.v.), Pl.Criti. 115b, cf. OGI55.13 (Telmessus, iii B. C.), Str.15.1.20: pl., ξ. καρποί, opp. σιτικοί, Id.5.4.2, cf. D.S.3.63, Ath.3.78d; opp. ὁ Δημήτριος, IG22.2492.19; ξύλιναι ὦναι, opp. σιτηραί, SIG2554.17 (Magn. Mae., ii B. C.); τομὰ ἁ ξυλίνα cutting of timber, IG42(1).76.9 (Epid., ii B. C.). 2 metaph., wooden, νοῦς AP11.275 (Apollon. Gramm.), cf. 255 (Pall.). 3 ξύλινον, τό, writing-tablet, ξ. πύξινον PGrenf. 1.14.12 (ii B. C.). II of cotton, LXX Si.22.16, Plin.HN 19.14.

German (Pape)

[Seite 281] von Holz, hölzern; τεῖχος, Pind. P. 3, 38; λόχος, Her. 6, 57, im Orak., τεῖχος, 7, 141, πόλις, οἰκίαι, 4, 108; σκεύη, Plat. Theaet. 146 e; Xen. u. Sp.; – καρποὶ ξύλινοι, Baumfrüchte, Ath. III, 78 d; – λίνα, Baumwolle, Sp.

French (Bailly abrégé)

η ou ος, ον :
1 de bois;
2 qui vient sur du bois, càd sur un arbre : ξυλίνη κύων PLUT églantier, plante.
Étymologie: ξύλον.

Greek (Liddell-Scott)

ξύλινος: -η, -ον, καὶ ος, ον, Διον. Ἁλ. 2. 23· - ὁ ἐκ ξύλου, ξύλινος, Πινδ. Π. 3. 68, Ἡρόδ. 4. 108, κτλ., καὶ Ἀττ.· ὁ ξ. καρπός, ὁ καρπὸς δένδρου, ἄγριος καρπός, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν ἥμερον, Πλάτ. Κριτί. 115Β, πρβλ. Στράβ. 693· κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν Δημήτριον, Συλλ. Ἐπιγρ. 93. 19. 2) μεταφ. ξύλινος, «ξυλένιος», νοῦς Ἀνθ. Π. 11. 275, πρβλ. 255. ΙΙ. ἐκ βάμβακος, Ἑβδ. (Σειράχ ΚΒ΄, 16), Πλίν. 13. 2, § 3.

English (Slater)

ξῠλῐνος wooden ἀλλ' ἐπεὶ τείχει θέσαν ἐν ξυλίνῳ σύγγονοι κούραν i. e. on a pyre (P. 3.38) πέλλαι γὰρ ξύλιναι πίθοι λτ;τεγτ; πλῆσθεν ἅπαντες (Wil.: ξύλινοι codd. Plutarchi) *fr. 104b.*

English (Strong)

from ξύλον; wooden: of wood.

English (Thayer)

ξυλίνη, ξύλινον (ξύλον), from Pindar and Herodotus down, wooden, made of wood: σκεύη, εἴδωλα, Θεοί, Jeremiah 29)).

Greek Monolingual

-η, -ο, (ΑΜ ξύλινος, -ίνη, -ον, Α αττ. τ. σύλινος, -ίνη, -ον) ξύλον
1. κατασκευασμένος από ξύλο ή αποτελούμενος από ξύλο (α. «ξύλινες καλύβες» β. «ξύλινα τείχη» — τα πλοία, Ηρόδ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το ξύλινο(ν)
τσόκαρο, ξύλινο πέδιλο
νεοελλ.
φρ. «ξύλινος θίασος» — τα ανδρείκελα του φασουλή
αρχ.
1. βαμβακερός
2. μτφ. αγροίκος, ηλίθιος
3. το ουδ. ως ουσ. πίνακας γραψίματος
4. φρ. «ξύλινος καρπός» — το προϊόν τών δένδρων, όπως είναι οι καρποί, το κρασί, το λάδι.

Greek Monotonic

ξύλῐνος: [ῠ], -η, -ον (ξύλον
1. αυτός που είναι φτιαγμένος από ξύλο, ξύλινος, σε Ηρόδ., Αττ.
2. μεταφ., κούτσουρο, χοντροκέφαλος, νοῦς, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ξύλῐνος: (ῠ)
1) деревянный (τεῖχος, οἰκίαι Her.; σκεύη Plat., NT);
2) древесный (καρπός Plat.): ξυλίνη κύων Plut. шиповник;
3) перен. деревянный, тупой (νοῦς Anth.).

Middle Liddell

ξῠ́λῐνος, η, ον ξύλον
1. of wood, wooden, Hdt., attic
2. metaph. wooden, νοῦς Anth.

Chinese

原文音譯:xÚlinoj 克需利挪士
詞類次數:形容詞(2)
原文字根:木(製的)
字義溯源:木製的,木的;源自(ξύλον)=木料,木製品);而 (ξύλον)出自(ξέστης)=容器,罐), (ξέστης)又出自(ξέστης)X*=光滑)
出現次數:總共(2);提後(1);啓(1)
譯字彙編
1) 木的(2) 提後2:20; 啓9:20

English (Woodhouse)

made of timber

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)