κατειλέω: Difference between revisions
Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
|||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1394.png Seite 1394]] (s. [[εἰλέω]]), zusammendrängen, einsperren; κατειληθέντες εἰς Μέμφιν, nach Memphis hineingedrängt, sich dort eingeschlossen haltend, Her. 3, 13; ὑπὸ δέους εἰς χωρία προσάντη κατειλῆσθαι Plut. Cam. 31; – einwickeln, bewickeln; Paus. 8, 28, 6; Ael. H. A. 15, 10; κατειλημένος ταινίαις τὴν κεφαλήν Luc. Conv. 47, den Kopf mit Binden umwunden. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1394.png Seite 1394]] (s. [[εἰλέω]]), zusammendrängen, einsperren; κατειληθέντες εἰς Μέμφιν, nach Memphis hineingedrängt, sich dort eingeschlossen haltend, Her. 3, 13; ὑπὸ δέους εἰς χωρία προσάντη κατειλῆσθαι Plut. Cam. 31; – einwickeln, bewickeln; Paus. 8, 28, 6; Ael. H. A. 15, 10; κατειλημένος ταινίαις τὴν κεφαλήν Luc. Conv. 47, den Kopf mit Binden umwunden. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> enrouler, envelopper : τινί [[τι]] une chose avec une autre;<br /><b>2</b> pelotonner ; acculer ; <i>Pass.</i> se pelotonner, se ramasser, être acculé.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[εἰλέω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατειλέω''': [[ἀναγκάζω]] εἰς στενὸν τόπον, [[ἀποκλείω]], στενοχωρῶ, ἐς τὸ [[τεῖχος]] Ἡρόδ. 1. 80· ἐς τὸ ἄστυ [[αὐτόθι]] 176, κ. ἀλλ.·- Παθ., κατειλήθησαν ἐς Διὸς ἱρὸν ὁ αὐτ. 5. 119, πρβλ. 3. 146., 8. 27· ἐν ὀλίγῳ χώρῳ… πολλαὶ μυριάδες κατειλημέναι ὁ αὐτ. 9. 70, πρβλ. 31· ἐρευγμὸς [[εἴσω]] κατειλούμενος Ἱππ. 221Α· ὑπὸ δέους εἰς χωρία προσάντη κατειλῆσθαι Πλουτ. Κάμιλλ. 31, πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 2. 29. 2) [[τυλίσσω]], [[περιτυλίσσω]], [[συστρέφω]], ἐρίῳ κατειλήσαντες τὸ [[ἄγκιστρον]] Αἰλ. π. Ζ. 5. 3., 15. 10· κατειλημένος ταινίαις τὴν κεφαλὴν Λουκ. Συμπ. 47·- [[συμπτύσσω]], διπλώνω, ὁ αὐτ. ἐν Ἀλεξ. 20. | |lstext='''κατειλέω''': [[ἀναγκάζω]] εἰς στενὸν τόπον, [[ἀποκλείω]], στενοχωρῶ, ἐς τὸ [[τεῖχος]] Ἡρόδ. 1. 80· ἐς τὸ ἄστυ [[αὐτόθι]] 176, κ. ἀλλ.·- Παθ., κατειλήθησαν ἐς Διὸς ἱρὸν ὁ αὐτ. 5. 119, πρβλ. 3. 146., 8. 27· ἐν ὀλίγῳ χώρῳ… πολλαὶ μυριάδες κατειλημέναι ὁ αὐτ. 9. 70, πρβλ. 31· ἐρευγμὸς [[εἴσω]] κατειλούμενος Ἱππ. 221Α· ὑπὸ δέους εἰς χωρία προσάντη κατειλῆσθαι Πλουτ. Κάμιλλ. 31, πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 2. 29. 2) [[τυλίσσω]], [[περιτυλίσσω]], [[συστρέφω]], ἐρίῳ κατειλήσαντες τὸ [[ἄγκιστρον]] Αἰλ. π. Ζ. 5. 3., 15. 10· κατειλημένος ταινίαις τὴν κεφαλὴν Λουκ. Συμπ. 47·- [[συμπτύσσω]], διπλώνω, ὁ αὐτ. ἐν Ἀλεξ. 20. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 21:43, 1 October 2022
English (LSJ)
A force into a narrow space, coop up, in Pass., ἐς τὸ τεῖχος Hdt.1.80; ἐς τὸ ἄστυ ib.176; ἐς Διὸς ἱρόν Id.5.119, cf. Onos.42.19, Parth.32.2; εἰς χωρία προσάντη Plu.Cam.41; ἐν ὀλίγῳ χώρῳ… πολλαὶ μυριάδες κατειλημέναι Hdt.9.70, cf. J.AJ14.16.2, al.; ἐρευγμὸς εἴσω κατειλούμενος Hp.Coac.622, cf. Arist.Pr.869a21; τοιαύτην δίνην κατειληθῆναι τοῖς ἄστροις Epicur.Ep.2p.40U. b καταϝελμένων τῶν πολιατᾶν when the citizens are assembled, Leg.Gort.10.35, 11.13. 2 wrap up, X.Eq.10.7, Ael.NA5.3, 15.10 (Pass.); ταινίᾳ κατειλημένος τὴν ὀσφύν Diocl.Fr.142; κατειλημένος ταινίαις τὴν κεφαλήν Luc.Symp. 47; τελαμῶνι τὸν μηρὸν -ειλημένον Paus.8.28.6. 3 roll up, βιβλίον Luc.Alex.20. II v. κατίλλω.
German (Pape)
[Seite 1394] (s. εἰλέω), zusammendrängen, einsperren; κατειληθέντες εἰς Μέμφιν, nach Memphis hineingedrängt, sich dort eingeschlossen haltend, Her. 3, 13; ὑπὸ δέους εἰς χωρία προσάντη κατειλῆσθαι Plut. Cam. 31; – einwickeln, bewickeln; Paus. 8, 28, 6; Ael. H. A. 15, 10; κατειλημένος ταινίαις τὴν κεφαλήν Luc. Conv. 47, den Kopf mit Binden umwunden.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 enrouler, envelopper : τινί τι une chose avec une autre;
2 pelotonner ; acculer ; Pass. se pelotonner, se ramasser, être acculé.
Étymologie: κατά, εἰλέω.
Greek (Liddell-Scott)
κατειλέω: ἀναγκάζω εἰς στενὸν τόπον, ἀποκλείω, στενοχωρῶ, ἐς τὸ τεῖχος Ἡρόδ. 1. 80· ἐς τὸ ἄστυ αὐτόθι 176, κ. ἀλλ.·- Παθ., κατειλήθησαν ἐς Διὸς ἱρὸν ὁ αὐτ. 5. 119, πρβλ. 3. 146., 8. 27· ἐν ὀλίγῳ χώρῳ… πολλαὶ μυριάδες κατειλημέναι ὁ αὐτ. 9. 70, πρβλ. 31· ἐρευγμὸς εἴσω κατειλούμενος Ἱππ. 221Α· ὑπὸ δέους εἰς χωρία προσάντη κατειλῆσθαι Πλουτ. Κάμιλλ. 31, πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 2. 29. 2) τυλίσσω, περιτυλίσσω, συστρέφω, ἐρίῳ κατειλήσαντες τὸ ἄγκιστρον Αἰλ. π. Ζ. 5. 3., 15. 10· κατειλημένος ταινίαις τὴν κεφαλὴν Λουκ. Συμπ. 47·- συμπτύσσω, διπλώνω, ὁ αὐτ. ἐν Ἀλεξ. 20.
Greek Monotonic
κατειλέω: μέλ. -ήσω, πιέζω σε στενό τόπο, αποκλείω, στενοχωρώ, ἐςτὸ τεῖχος, ἐς τὸ ἄστυ, σε Ηρόδ. — Παθ., κατειλήθησαν ἐς Διὸς ἱρόν, στον ίδ.· ἐν ὀλίγῳ χώρῳ πολλαὶ μυριάδες κατειλημέναι, στον ίδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατ-ειλέω samendringen, insluiten:. ἐν ὀλίγῳ χώρῳ κατειλημέναι opgesloten in een kleine ruimte Hdt. 9.70.4. oprollen van papyrusrol; omwikkelen:. ταινίαις κατειλημένος τὴν κεφαλήν zijn hoofd omwikkeld met verband Luc. 17.47.
Russian (Dvoretsky)
κατειλέω:
1) оттеснять, загонять (ἐντός Arst.): κατειληθέντες ἐς τὸ τεῖχος Her. оттесненные за (крепостные) стены (лидийцы); οἱ διαφυγόντες κατειλήθησαν ἐς Διὸς ἱρόν Her. бежавшие были вынуждены укрыться в храме Зевса;
2) обматывать, окутывать (κατειλημένος ταινίαις τὴν κεφαλήν Luc.).
Middle Liddell
fut. ήσω
to force into a narrow space, to coop up, ἐς τὸ τεῖχος, ἐς τὸ ἄστυ Hdt.:—Pass., κατειλήθησαν ἐς Διὸς ἱρόν Hdt.; έν ὀλίγῳ χώρῳ πολλαὶ μυριάδες κατειλημέναι Hdt.