πάρευνος: Difference between revisions

From LSJ

ἀναρχία γάρ ἐστιν ἡ πλεισταρχία → the rule of the widest sway of opinion is the same as no rule at all (Gregory Nazianzenus, De vita sua 1744)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0519.png Seite 519]] bei Einem im Bette liegend, schlafend, Gatte, Gattinn, Ion bei Ath. XI, 463 c; übertr., Aesch. ἰὼ [[πῆμα]] πατρὶ πάρευνον, Spt. 995, Schol. οἰκεῖον, ἐξ ἐκείνου γενόμενον.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0519.png Seite 519]] bei Einem im Bette liegend, schlafend, Gatte, Gattinn, Ion bei Ath. XI, 463 c; übertr., Aesch. ἰὼ [[πῆμα]] πατρὶ πάρευνον, Spt. 995, Schol. οἰκεῖον, ἐξ ἐκείνου γενόμενον.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />compagnon <i>ou</i> compagne de lit ; <i>subst.</i> époux, épouse.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[εὐνή]].<br /><i><b>Syn.</b></i> [[γαμετή]], [[δάμαρ]], [[εὐνήτρια]], [[παράκοιτις]], [[ξυνάορος]], [[σύγκοιτος]], [[σύζυγος]], [[ἄκοιτις]], [[ἄλοχος]], [[εὖνις]]², [[εὐνήτειρα]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πάρευνος''': -ον, ὁ [[ὁμοῦ]] μετά τινος, ἢ πλησίον τινὸς εὐναζόμενος, [[σύνευνος]], Ἴων παρ’ Ἀθην. 463C· - μεταφορ., [[πῆμα]] πατρὶ πάρευνον Αἰσχύλ. Θήβ. 1004.
|lstext='''πάρευνος''': -ον, ὁ [[ὁμοῦ]] μετά τινος, ἢ πλησίον τινὸς εὐναζόμενος, [[σύνευνος]], Ἴων παρ’ Ἀθην. 463C· - μεταφορ., [[πῆμα]] πατρὶ πάρευνον Αἰσχύλ. Θήβ. 1004.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />compagnon <i>ou</i> compagne de lit ; <i>subst.</i> époux, épouse.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[εὐνή]].<br /><i><b>Syn.</b></i> [[γαμετή]], [[δάμαρ]], [[εὐνήτρια]], [[παράκοιτις]], [[ξυνάορος]], [[σύγκοιτος]], [[σύζυγος]], [[ἄκοιτις]], [[ἄλοχος]], [[εὖνις]]², [[εὐνήτειρα]].
}}
}}
{{eles
{{eles

Revision as of 22:05, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάρευνος Medium diacritics: πάρευνος Low diacritics: πάρευνος Capitals: ΠΑΡΕΥΝΟΣ
Transliteration A: páreunos Transliteration B: pareunos Transliteration C: parevnos Beta Code: pa/reunos

English (LSJ)

ον, lying beside or with, bedfellow, Ion Eleg. 2.9: metaph., πῆμα πατρὶ πάρευνον A.Th.1009 (ly??).

German (Pape)

[Seite 519] bei Einem im Bette liegend, schlafend, Gatte, Gattinn, Ion bei Ath. XI, 463 c; übertr., Aesch. ἰὼ πῆμα πατρὶ πάρευνον, Spt. 995, Schol. οἰκεῖον, ἐξ ἐκείνου γενόμενον.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
compagnon ou compagne de lit ; subst. époux, épouse.
Étymologie: παρά, εὐνή.
Syn. γαμετή, δάμαρ, εὐνήτρια, παράκοιτις, ξυνάορος, σύγκοιτος, σύζυγος, ἄκοιτις, ἄλοχος, εὖνις², εὐνήτειρα.

Greek (Liddell-Scott)

πάρευνος: -ον, ὁ ὁμοῦ μετά τινος, ἢ πλησίον τινὸς εὐναζόμενος, σύνευνος, Ἴων παρ’ Ἀθην. 463C· - μεταφορ., πῆμα πατρὶ πάρευνον Αἰσχύλ. Θήβ. 1004.

Spanish

compañero de cama

Greek Monolingual

-ον Α
1. αυτός που κοιμάται δίπλα σε κάποιον ή μαζί με κάποιον, σύζυγος
2. μτφ. αυτός που βρίσκεται πάντοτε μαζί με κάποιον ή αυτός που είναι πάντοτε κοντά σε κάποιον, ο σύντροφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + εὐνή «κρεβάτι»].

Greek Monotonic

πάρευνος: -ον (εὐνή), αυτός που ξαπλώνει δίπλα ή μαζί, σύζυγος· μεταφ., πῆμα πατρὶ πάρευνον, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

πάρευνος: досл. лежащий рядом, перен. сроднившийся, близкий (πῆμα Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πάρευνος -ον [παρά, εὐνή] het bed delend; overdr.. πῆμα πατρὶ πάρευνον rampspoed die met hun vader slaapt Aeschl. Sept. 1004.

Middle Liddell

πάρ-ευνος, ον, εὐνή
lying beside or with:—metaph., πῆμα πατρὶ πάρευνον Aesch.