κεραμεοῦς: Difference between revisions

From LSJ

οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐς Κόρινθον ἔσθ' ὁ πλοῦς → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1420.png Seite 1420]] οῦν, nach Lob. zu Phryn. 147 die richtigere Form für [[κεράμιος]], [[κεράμεος]] u. [[κεραμαῖος]]; Luc. Gall. 14; Nico bei Ath. XI, 487 c; τὸ [[χρῶμα]] [[κεραμεοῦς]] Alex. Mynd. ib. IX, 398 d . S. [[κεράμειος]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1420.png Seite 1420]] οῦν, nach Lob. zu Phryn. 147 die richtigere Form für [[κεράμιος]], [[κεράμεος]] u. [[κεραμαῖος]]; Luc. Gall. 14; Nico bei Ath. XI, 487 c; τὸ [[χρῶμα]] [[κεραμεοῦς]] Alex. Mynd. ib. IX, 398 d . S. [[κεράμειος]].
}}
{{bailly
|btext=εᾶ, εοῦν;<br /><i>c.</i> [[κεράμειος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κερᾰμεοῦς''': ᾶ, οῦν, ([[κέραμος]]) ἐκ πηλοῦ, [[πήλινος]], Πλάτ. Λύσ. 219Ε, Κτησ. παρ’ Ἀθην. 464Α, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 3, 2· τὸ [[χρῶμα]] [[κεραμεοῦς]] Ἀλέξ. Μύνδ. παρ’ Ἀθην. 398D· ― ὁ [[γνήσιος]] Ἀττ. [[τύπος]] δεικνυόμενος ὑπὸ τοῦ μέτρου ἐν Νίκωνι παρ’ Ἀθην. 487C. Ὁ [[τύπος]] [[κεράμειος]], -α, -ον, ἀπαντᾷ παρὰ Πλουτ. (ἴδε ἐν λέξει)· ἀλλὰ τὸ κεράμεος [[εἶναι]] ἡμαρτημένη γραφ. ἀντὶ -εοῦς, Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀντιφάνης ἐν «Μύστιδι» 1. 5, Θεόφιλ. ἐν «Βοιωτίᾳ» 1, κ. ἀλλ.· ὡς καὶ τὸ [[κεραμαῖος]] ἐν Πολυβ. 10. 44, 2 ([[ἔνθα]] ὁ Δινδ. κεραμεᾶ)· [[κεραμιαῖος]] ἐν Φίλωνι 2. 273 ([[ἔνθα]] κεραμεᾶς)· [[κεράμιος]] παρὰ Διον. Ἁλ. 2. 23 (Κωδ. Βατ. κεραμεοῖς)· κεραμοῦς παρὰ Γαλην.· ― πρβλ. Piers. εἰς Μοῖρ. 226, Λοβ. εἰς Φρύν. 147.
|lstext='''κερᾰμεοῦς''': ᾶ, οῦν, ([[κέραμος]]) ἐκ πηλοῦ, [[πήλινος]], Πλάτ. Λύσ. 219Ε, Κτησ. παρ’ Ἀθην. 464Α, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 3, 2· τὸ [[χρῶμα]] [[κεραμεοῦς]] Ἀλέξ. Μύνδ. παρ’ Ἀθην. 398D· ― ὁ [[γνήσιος]] Ἀττ. [[τύπος]] δεικνυόμενος ὑπὸ τοῦ μέτρου ἐν Νίκωνι παρ’ Ἀθην. 487C. Ὁ [[τύπος]] [[κεράμειος]], -α, -ον, ἀπαντᾷ παρὰ Πλουτ. (ἴδε ἐν λέξει)· ἀλλὰ τὸ κεράμεος [[εἶναι]] ἡμαρτημένη γραφ. ἀντὶ -εοῦς, Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀντιφάνης ἐν «Μύστιδι» 1. 5, Θεόφιλ. ἐν «Βοιωτίᾳ» 1, κ. ἀλλ.· ὡς καὶ τὸ [[κεραμαῖος]] ἐν Πολυβ. 10. 44, 2 ([[ἔνθα]] ὁ Δινδ. κεραμεᾶ)· [[κεραμιαῖος]] ἐν Φίλωνι 2. 273 ([[ἔνθα]] κεραμεᾶς)· [[κεράμιος]] παρὰ Διον. Ἁλ. 2. 23 (Κωδ. Βατ. κεραμεοῖς)· κεραμοῦς παρὰ Γαλην.· ― πρβλ. Piers. εἰς Μοῖρ. 226, Λοβ. εἰς Φρύν. 147.
}}
{{bailly
|btext=εᾶ, εοῦν;<br /><i>c.</i> [[κεράμειος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 22:29, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερᾰμεοῦς Medium diacritics: κεραμεοῦς Low diacritics: κεραμεούς Capitals: ΚΕΡΑΜΕΟΥΣ
Transliteration A: kerameoûs Transliteration B: kerameous Transliteration C: kerameoys Beta Code: kerameou=s

English (LSJ)

ᾶ, οῦν, (κέραμος) of clay or earth, earthen, μάνην εἶχε κεραμεοῦν ἁδρόν Nico 1, cf. IG22.463.51, Thphr.HP5.3.2, Phld.Mort.39, Dsc.1.71; τὸ χρῶμα κεραμεοῦς Alex.Mynd. ap. Ath.9.398d:—other spellings found in codd. are κεράμειος, Plu.Galb.12; κεράμεος, Pl.Ly.219e, Ctes.Fr.51 M., Antiph.163.5, Theophil.2, cf. κεράμεα· ὁ παντοδαπὸς κέραμος, Hsch., and κεράμεον, τό, collect., = tile-work, BCH36.197 (Delos, iii/ii B.C.); κεραμαῖοις, Plb.10.44.2, v.l. in Ph.2.273; κεραμιαῖος, ibid. (v.l.), Gp.2.18.14; κεράμιος, Str.17.2.3; κεραμοῦς, Heraclid. Tar. ap.Gal.13.827.

German (Pape)

[Seite 1420] οῦν, nach Lob. zu Phryn. 147 die richtigere Form für κεράμιος, κεράμεος u. κεραμαῖος; Luc. Gall. 14; Nico bei Ath. XI, 487 c; τὸ χρῶμα κεραμεοῦς Alex. Mynd. ib. IX, 398 d . S. κεράμειος.

French (Bailly abrégé)

εᾶ, εοῦν;
c. κεράμειος.

Greek (Liddell-Scott)

κερᾰμεοῦς: ᾶ, οῦν, (κέραμος) ἐκ πηλοῦ, πήλινος, Πλάτ. Λύσ. 219Ε, Κτησ. παρ’ Ἀθην. 464Α, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 3, 2· τὸ χρῶμα κεραμεοῦς Ἀλέξ. Μύνδ. παρ’ Ἀθην. 398D· ― ὁ γνήσιος Ἀττ. τύπος δεικνυόμενος ὑπὸ τοῦ μέτρου ἐν Νίκωνι παρ’ Ἀθην. 487C. Ὁ τύπος κεράμειος, -α, -ον, ἀπαντᾷ παρὰ Πλουτ. (ἴδε ἐν λέξει)· ἀλλὰ τὸ κεράμεος εἶναι ἡμαρτημένη γραφ. ἀντὶ -εοῦς, Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀντιφάνης ἐν «Μύστιδι» 1. 5, Θεόφιλ. ἐν «Βοιωτίᾳ» 1, κ. ἀλλ.· ὡς καὶ τὸ κεραμαῖος ἐν Πολυβ. 10. 44, 2 (ἔνθα ὁ Δινδ. κεραμεᾶ)· κεραμιαῖος ἐν Φίλωνι 2. 273 (ἔνθα κεραμεᾶς)· κεράμιος παρὰ Διον. Ἁλ. 2. 23 (Κωδ. Βατ. κεραμεοῖς)· κεραμοῦς παρὰ Γαλην.· ― πρβλ. Piers. εἰς Μοῖρ. 226, Λοβ. εἰς Φρύν. 147.

Greek Monolingual

κεραμεοῦς, -ᾶ, -οῦν (Α) κέραμος
αυτός που έχει κατασκευαστεί από κέραμο, κεράμειος, πήλινος.

Greek Monotonic

κεραμεοῦς: -ᾶ, -οῦν (κέραμος), φτιαγμένος απο πηλό, πήλινος, σε Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεραμεοῦς -ᾶ -οῦν [κέραμος] van klei, aarden.

Middle Liddell

κέραμος
of clay, earthen, Plat.

English (Woodhouse)

made of pottery

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)