λοίγιος: Difference between revisions

From LSJ

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=loi/gios
|Beta Code=loi/gios
|Definition=ον, ([[λοιγός]]) [[pestilent]], [[deadly]], λ. ἔργα Il.1.518, 573; οἴω λοίγι' ἔσεσθαι = I think there shall be [[sorrow]], 21.533, 23.310; λ. [[πῆμα]] A.R.1.469: neut. pl. [[λοίγια]], of [[poison]]s, Androm. ap. Gal.14.37.
|Definition=ον, ([[λοιγός]]) [[pestilent]], [[deadly]], λ. ἔργα Il.1.518, 573; οἴω λοίγι' ἔσεσθαι = I think there shall be [[sorrow]], 21.533, 23.310; λ. [[πῆμα]] A.R.1.469: neut. pl. [[λοίγια]], of [[poison]]s, Androm. ap. Gal.14.37.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />pernicieux, funeste.<br />'''Étymologie:''' [[λοιγός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λοίγιος''': -ον, (λοιγὸς) [[λοιμικός]], [[θανατηφόρος]], [[ὀλέθριος]], λ. ἔργα Ἰλ. Α. 518, 573· οἴω λοίγι’ ἔσεσθαι, [[νομίζω]] ὅτι θὰ [[εἶναι]] ὀλέθριον τὸ [[τέλος]], Φ. 533., Ψ. 310· λ. [[πῆμα]] Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 469· ὥρη Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 7. στίχ. 44.
|lstext='''λοίγιος''': -ον, (λοιγὸς) [[λοιμικός]], [[θανατηφόρος]], [[ὀλέθριος]], λ. ἔργα Ἰλ. Α. 518, 573· οἴω λοίγι’ ἔσεσθαι, [[νομίζω]] ὅτι θὰ [[εἶναι]] ὀλέθριον τὸ [[τέλος]], Φ. 533., Ψ. 310· λ. [[πῆμα]] Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 469· ὥρη Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 7. στίχ. 44.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />pernicieux, funeste.<br />'''Étymologie:''' [[λοιγός]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 22:40, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λοίγιος Medium diacritics: λοίγιος Low diacritics: λοίγιος Capitals: ΛΟΙΓΙΟΣ
Transliteration A: loígios Transliteration B: loigios Transliteration C: loigios Beta Code: loi/gios

English (LSJ)

ον, (λοιγός) pestilent, deadly, λ. ἔργα Il.1.518, 573; οἴω λοίγι' ἔσεσθαι = I think there shall be sorrow, 21.533, 23.310; λ. πῆμα A.R.1.469: neut. pl. λοίγια, of poisons, Androm. ap. Gal.14.37.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
pernicieux, funeste.
Étymologie: λοιγός.

Greek (Liddell-Scott)

λοίγιος: -ον, (λοιγὸς) λοιμικός, θανατηφόρος, ὀλέθριος, λ. ἔργα Ἰλ. Α. 518, 573· οἴω λοίγι’ ἔσεσθαι, νομίζω ὅτι θὰ εἶναι ὀλέθριον τὸ τέλος, Φ. 533., Ψ. 310· λ. πῆμα Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 469· ὥρη Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 7. στίχ. 44.

English (Autenrieth)

(λοιγός): destructive, ruinous, deadly; as subst., Il. 21.533, Il. 23.310. (Il.)

Greek Monolingual

λοίγιος, -ον (Α) λοιγός (I)]
1. ολέθριος, καταστρεπτικός («οἴω λοίγι' ἔσεσθαι» — νομίζω ότι θα είναι ολέθριο, Ομ. Ιλ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ λοίγια
ονομασία διαφόρων δηλητηρίων.

Greek Monotonic

λοίγιος: -ον (λοιγός), λοιμικός, θανατηφόρος, ολέθριος, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

λοίγιος: губительный, пагубный (ἔργα Hom.): οἴω λοίγι᾽ ἔσεσθαι Hom. думаю, что плохо придется (троянцам).

Middle Liddell

λοίγιος, ον λοιγός
pestilent, deadly, fatal, Il.