παράληψις: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ ‘μβαινε δυστυχοῦντι· κοινὴ γὰρ τύχη → Misero cave insultare: Fors hera omnium est → Verhöhne den im Unglück nicht, es trifft auch dich

Menander, Monostichoi, 356
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[([\p{Cyrillic}]+) или ([\p{Cyrillic}]+)\]\]" to "$1 или $2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0487.png Seite 487]] ἡ, Übernahme, Annahme; ἀρχῆς, Pol. 2, 3, 1; βασιλείας, D. Sic. 15, 95; das Einnehmen einer Stadt, Pol. 2, 46, 2 u. Sp. – Das Annehmen des Überlieferten, die Lehre, Arr. Epict. 2, 11, 2.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0487.png Seite 487]] ἡ, Übernahme, Annahme; ἀρχῆς, Pol. 2, 3, 1; βασιλείας, D. Sic. 15, 95; das Einnehmen einer Stadt, Pol. 2, 46, 2 u. Sp. – Das Annehmen des Überlieferten, die Lehre, Arr. Epict. 2, 11, 2.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> action de prendre en main, de recueillir, gén.;<br /><b>2</b> prise d'une ville;<br /><b>3</b> enseignement, doctrine, leçon.<br />'''Étymologie:''' [[παραλαμβάνω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παράληψις''': ἡ, τὸ παραλαμβάνειν ἐξ ἄλλου, διαδοχὴ εἴς τι, ἡ π. τῆς ἀρχῆς Πολύβ. 2. 3, 1· τῆς βασιλείας Διόδ. 15. 95· τῆς οὐσίας Ἀθήν. 218C. 2) ἡ [[ἅλωσις]] πόλεως, Πολύβ. 2. 46, 2. 3) μετὰ θείας παραλήψεως, μετ’ ἐπικλήσεως τῶν θεῶν, Ἀριστ. Ρητ. πρ. Ἀλέξ. 18, 1. 4) [[μάθησις]], [[διδασκαλία]], Ἰάμβλιχ. π. Ἀποχ. Ἐμψύχ. 2. 7· τεχνική τις π. Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 11, 2.
|lstext='''παράληψις''': ἡ, τὸ παραλαμβάνειν ἐξ ἄλλου, διαδοχὴ εἴς τι, ἡ π. τῆς ἀρχῆς Πολύβ. 2. 3, 1· τῆς βασιλείας Διόδ. 15. 95· τῆς οὐσίας Ἀθήν. 218C. 2) ἡ [[ἅλωσις]] πόλεως, Πολύβ. 2. 46, 2. 3) μετὰ θείας παραλήψεως, μετ’ ἐπικλήσεως τῶν θεῶν, Ἀριστ. Ρητ. πρ. Ἀλέξ. 18, 1. 4) [[μάθησις]], [[διδασκαλία]], Ἰάμβλιχ. π. Ἀποχ. Ἐμψύχ. 2. 7· τεχνική τις π. Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 11, 2.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> action de prendre en main, de recueillir, gén.;<br /><b>2</b> prise d'une ville;<br /><b>3</b> enseignement, doctrine, leçon.<br />'''Étymologie:''' [[παραλαμβάνω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 07:50, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράληψις Medium diacritics: παράληψις Low diacritics: παράληψις Capitals: ΠΑΡΑΛΗΨΙΣ
Transliteration A: parálēpsis Transliteration B: paralēpsis Transliteration C: paralipsis Beta Code: para/lhyis

English (LSJ)

later παραλήρ-λημψις, εως, ἡ, A receiving from another, succession to, ἡ π. τῆς ἀρχῆς Plb.2.3.1; τῆς βασιλείας OGI90.45 (Rosetta, ii B. C.), Phld.Piet.94, D.S.15.95; τῆς οὐσίας Ath.5.218c; τῶν πόλεων D.C.36.18; opp. παράδοσις, SIG880.71 (Pizus, iii A. D.): Astrol., taking over, [τῆς χρονοκρατορίας] Vett. Val.168.18 (pl.): generally, receiving, τὴν παρὰ τῶν μελιττῶν τοῦ καρποῦ π. Porph.Abst.2.13. b receipt of dues, customs, etc., ἡ π. τῶν ἐκφορίων PAmh.2.35.15 (ii B. C.); ἐλαίου Sammelb.4425 vii7 (ii A. D.). c appropriation, filching, Plb.2.46.2. 2 μετὰ θείας π. with a calling in of, appeal to the gods, Arist. Rh.Al.1432a33. 3 tradition, doctrine, τεχνική τις π. Arr.Epict.2.11.2; ἑκάστου σχήματος π. Iamb.VP5.22. 4 use, employment, τῶν δεινοτάτων θυμάτων Porph.Abst.2.7; καθαρμῶν Hierocl. in CA26p.478M.; ἀμφορέων Porph.Antr.3: Medic., application, ἀλειμμάτων Alex. Trall.1.15, cf. Archig. ap. Aët. 12.1. Cf. παράλαμψις.

German (Pape)

[Seite 487] ἡ, Übernahme, Annahme; ἀρχῆς, Pol. 2, 3, 1; βασιλείας, D. Sic. 15, 95; das Einnehmen einer Stadt, Pol. 2, 46, 2 u. Sp. – Das Annehmen des Überlieferten, die Lehre, Arr. Epict. 2, 11, 2.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 action de prendre en main, de recueillir, gén.;
2 prise d'une ville;
3 enseignement, doctrine, leçon.
Étymologie: παραλαμβάνω.

Greek (Liddell-Scott)

παράληψις: ἡ, τὸ παραλαμβάνειν ἐξ ἄλλου, διαδοχὴ εἴς τι, ἡ π. τῆς ἀρχῆς Πολύβ. 2. 3, 1· τῆς βασιλείας Διόδ. 15. 95· τῆς οὐσίας Ἀθήν. 218C. 2) ἡ ἅλωσις πόλεως, Πολύβ. 2. 46, 2. 3) μετὰ θείας παραλήψεως, μετ’ ἐπικλήσεως τῶν θεῶν, Ἀριστ. Ρητ. πρ. Ἀλέξ. 18, 1. 4) μάθησις, διδασκαλία, Ἰάμβλιχ. π. Ἀποχ. Ἐμψύχ. 2. 7· τεχνική τις π. Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 11, 2.

Greek Monotonic

παράληψις: ἡ (παραλαμβάνω
1. λήψη από άλλον, διαδοχή, τῆς ἀρχῆς, σε Πολύβ.
2. άλωση, κατάληψη πόλης, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

παράληψις: εως ἡ
1) принятие или наследование (τῆς βασιλείας Diod.; τῆς ἀρχῆς Polyb.);
2) захват, взятие (sc. τῆς πόλεως Polyb.);
3) призыв: θεία π. призыв к богам.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παράληψις -εως, ἡ [παραλαμβάνω] overname:. ἡ παράληψις τῆς βασιλείας de overname van het koningschap Plut. Num. 23.3.

Middle Liddell

παράληψις, εως, παραλαμβάνω
1. a receiving from another, succession to, τῆς ἀρχῆς Polyb.
2. the taking of a town, Polyb.