περίμετρος: Difference between revisions
Εἴκειν δ' οὐκ ἐπίσταται κακοῖς → You don't know how to yield to your misfortunes
mNo edit summary |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0583.png Seite 583]] ἡ, sc. [[γραμμή]], wie [[διάμετρος]], Ummesser, Pol. 1, 56, 7 u. öfter, u. Folgde; γῆς, Luc. V. H. 2, 31; D. Sic. 2, 54. über das Maaß hinaus, sehr groß; ἱστόν, Od. 2, 95. 19, 140. 24, 130, was Andere εὔκυκλον, rund, erklärten; Sp., wie Luc. V. H. 2, 40; [[δέμας]], Opp. Hal. 3, 190; κήτεα, 5, 47; auch rings im Kreise umgebend, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0583.png Seite 583]] ἡ, sc. [[γραμμή]], wie [[διάμετρος]], Ummesser, Pol. 1, 56, 7 u. öfter, u. Folgde; γῆς, Luc. V. H. 2, 31; D. Sic. 2, 54. über das Maaß hinaus, sehr groß; ἱστόν, Od. 2, 95. 19, 140. 24, 130, was Andere εὔκυκλον, rund, erklärten; Sp., wie Luc. V. H. 2, 40; [[δέμας]], Opp. Hal. 3, 190; κήτεα, 5, 47; auch rings im Kreise umgebend, Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>I. 1</b> mesuré en rond tout autour, <i>càd</i> rond <i>ou</i> d'égale mesure;<br /><b>2</b> qui dépasse la mesure, <i>càd</i> d'une beauté extraordinaire;<br /><b>II.</b> qui mesure tout autour : ἡ περίπετρος ([[γραμμή]]) ligne formant le contour ; circonférence, périmètre ; τὸ περίμετρον <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[μέτρον]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περίμετρος''': -ον, ([[μέτρον]]) ὡς τὸ [[ὑπέρμετρος]], [[ὑπερβολικός]], [[εἴτε]] κατὰ [[μέγεθος]] [[εἴτε]] κατὰ [[κάλλος]], Ὁμ., μόνον ἐν τῇ Ὀδ., ὡς ἐπίθ. τοῦ ἱστοῦ τῆς Πηνελόπης, ἱστὸν ... ὕφαινεν καὶ π. Β. 95, Τ. 140, Ω. 130, πρβλ. Ἀρισταίν. 1. 1· - μεταγεν., καθαρῶς ἐπὶ μεγέθους, π. [[δέμας]], κήτεα Ὀππ. Ἁλ. 3. 190., 5. 47· [[πλόος]] Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 21. 8. | |lstext='''περίμετρος''': -ον, ([[μέτρον]]) ὡς τὸ [[ὑπέρμετρος]], [[ὑπερβολικός]], [[εἴτε]] κατὰ [[μέγεθος]] [[εἴτε]] κατὰ [[κάλλος]], Ὁμ., μόνον ἐν τῇ Ὀδ., ὡς ἐπίθ. τοῦ ἱστοῦ τῆς Πηνελόπης, ἱστὸν ... ὕφαινεν καὶ π. Β. 95, Τ. 140, Ω. 130, πρβλ. Ἀρισταίν. 1. 1· - μεταγεν., καθαρῶς ἐπὶ μεγέθους, π. [[δέμας]], κήτεα Ὀππ. Ἁλ. 3. 190., 5. 47· [[πλόος]] Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 21. 8. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 08:00, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, (μέτρον) A very large, Hom., only in Od., as epithet of Penelope's web, ἱστὸν… ὕφαινε λεπτὸν καὶ περίμετρον 2.95, cf. 19.140; later, of bulk, περίμετρος δέμας, περίμετρος κήτεα, Opp.H.3.190, 5.47. 2 well fitting, of a garment, Aristaenet.1.1. II περίμετρος (sc. γραμμή), ἡ, = περίμετρον, Arist.Mir.838b21, Thphr.HP4.12.4, PLille1.4 (iii B.C.), Plb.1.56.4, Phld.Sign.1, Str.2.5.4.
German (Pape)
[Seite 583] ἡ, sc. γραμμή, wie διάμετρος, Ummesser, Pol. 1, 56, 7 u. öfter, u. Folgde; γῆς, Luc. V. H. 2, 31; D. Sic. 2, 54. über das Maaß hinaus, sehr groß; ἱστόν, Od. 2, 95. 19, 140. 24, 130, was Andere εὔκυκλον, rund, erklärten; Sp., wie Luc. V. H. 2, 40; δέμας, Opp. Hal. 3, 190; κήτεα, 5, 47; auch rings im Kreise umgebend, Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. 1 mesuré en rond tout autour, càd rond ou d'égale mesure;
2 qui dépasse la mesure, càd d'une beauté extraordinaire;
II. qui mesure tout autour : ἡ περίπετρος (γραμμή) ligne formant le contour ; circonférence, périmètre ; τὸ περίμετρον m. sign.
Étymologie: περί, μέτρον.
Greek (Liddell-Scott)
περίμετρος: -ον, (μέτρον) ὡς τὸ ὑπέρμετρος, ὑπερβολικός, εἴτε κατὰ μέγεθος εἴτε κατὰ κάλλος, Ὁμ., μόνον ἐν τῇ Ὀδ., ὡς ἐπίθ. τοῦ ἱστοῦ τῆς Πηνελόπης, ἱστὸν ... ὕφαινεν καὶ π. Β. 95, Τ. 140, Ω. 130, πρβλ. Ἀρισταίν. 1. 1· - μεταγεν., καθαρῶς ἐπὶ μεγέθους, π. δέμας, κήτεα Ὀππ. Ἁλ. 3. 190., 5. 47· πλόος Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 21. 8.
English (Autenrieth)
beyond measure, exceedingly large. (Od.)
Greek Monolingual
(I)
η, ΝΜΑ
το μήκος μιας κλειστής καμπύλης (α. «η περίμετρος του κύκλου είναι 2πR, όπου R η ακτίνα του» β. «τὴν περίμετρον τριῶν σταδίων», Θεόφρ.
γ. «τοῦτο δ' ἐστὶν ἡ περίμετρος τῆς γῆς», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του επιθ. περίμετρος.
(II)
-ον, Α
1. υπέρμετρος, πολύ μεγάλος («ἱστόν... ὕφαινε καὶ περίμετρον», Ομ. Οδ.)
2. πολύ μακρινός
3. (για ένδυμα)
εφαρμοστός
4. το θηλ. ως ουσ. βλ. περίμετρος (Ι).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -μετρος (< μέτρον)].
Greek Monotonic
περίμετρος: -ον (μέτρον)·
I. υπερβολικός στο μέγεθος ή την ομορφιά, πολύ μεγάλος ή πολύ όμορφος, λέγεται για τον ιστό της Πηνελόπης, σε Ομήρ. Οδ.
II. περίμετρος (ενν. γραμμή), ἡ = περίμετρον, σε Πολύβ.
Russian (Dvoretsky)
περίμετρος:
I чрезвычайно большой, непомерный, огромный (ἱστός Hom.).
II ἡ (sc. γραμμή) Polyb., Luc., Diod. = περίμετρον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περίμετρος -ον [περί, μέτρον] zeer groot; subst. ἡ περίμετρος = τὸ περίμετρον omtrek.
Middle Liddell
περίμετρος, ον, μέτρον
I. excessive, in size or beauty, very large or very beautiful, of Penelope's web, Od.
II. περίμετρος (sc. γραμμή), = περίμετρον, Polyb.