Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

περισπειράω: Difference between revisions

From LSJ

L'amor che move il sole e l'altre stelleLove that moves the sun and the other stars

Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0592.png Seite 592]] rings umwinden, umschlingen, Luc. hist. conscr. 29, τὴν ἐσθῆτα τῇ κεφαλῇ, Plut. Camill. 25; auch med., mit Soldaten besetzen, Ages. 31, u. pass., Cic. 32.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0592.png Seite 592]] rings umwinden, umschlingen, Luc. hist. conscr. 29, τὴν ἐσθῆτα τῇ κεφαλῇ, Plut. Camill. 25; auch med., mit Soldaten besetzen, Ages. 31, u. pass., Cic. 32.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />rouler <i>ou</i> entortiller autour : [[τί]] τινι une chose autour d'une autre ; <i>Pass.</i> se rouler autour de, entourer de ses replis, τινι;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[περισπειράομαι]], [[περισπειρῶμαι]] s'enrouler autour de, entourer, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[σπεῖρα]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''περισπειράω''': μέλλ. -άσω, [[περιτυλίσσω]], τὴν ἐσθῆτα τῇ κεφαλῇ Πλουτ. Κάμιλλ. 25. ― Μέσ., ἀλλὰ τὰ μέσα τῆς πόλεως καὶ κυριώτατα τοῖς ὁπλίταις περιεσπειραμένος, ἐκαρτέρει τὰς ἀπειλὰς κτλ., «περικυκλωσάμενος, περιβαλὼν τὰ μέσα τῆς πόλεως τοῖς ὁπλίταις, ἢ τοὺς ὁπλίτας περιστήσας τοῖς μέσοις τῆς πόλεως» (Κοραῆς), ὁ αὐτ. ἐν Ἀγησ. 31· ― ἐν τῷ Παθ. τύπῳ, ἐπὶ στρατιωτῶν ἢ ἄλλων, συσπειρῶμαι, συσσωματοῦμαι [[πέριξ]] τινὸς [[ὅπως]] προφυλάξω αὐτόν, κύκλῳ περιεσπειραμένων καὶ δορυφορούντων ὁ αὐτ. ἐν Κικ. 22· [[οὕτως]] ἐπὶ ὄφεων, περιελίσσομαι, περισπειραθέντων αὐτοῖς τῶν δρακόντων Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 29, περὶ Διψάδων 6. ― [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «περισπειραθείς· περιπλακείς, περιελιχθείς, κτλ.».
|lstext='''περισπειράω''': μέλλ. -άσω, [[περιτυλίσσω]], τὴν ἐσθῆτα τῇ κεφαλῇ Πλουτ. Κάμιλλ. 25. ― Μέσ., ἀλλὰ τὰ μέσα τῆς πόλεως καὶ κυριώτατα τοῖς ὁπλίταις περιεσπειραμένος, ἐκαρτέρει τὰς ἀπειλὰς κτλ., «περικυκλωσάμενος, περιβαλὼν τὰ μέσα τῆς πόλεως τοῖς ὁπλίταις, ἢ τοὺς ὁπλίτας περιστήσας τοῖς μέσοις τῆς πόλεως» (Κοραῆς), ὁ αὐτ. ἐν Ἀγησ. 31· ― ἐν τῷ Παθ. τύπῳ, ἐπὶ στρατιωτῶν ἢ ἄλλων, συσπειρῶμαι, συσσωματοῦμαι [[πέριξ]] τινὸς [[ὅπως]] προφυλάξω αὐτόν, κύκλῳ περιεσπειραμένων καὶ δορυφορούντων ὁ αὐτ. ἐν Κικ. 22· [[οὕτως]] ἐπὶ ὄφεων, περιελίσσομαι, περισπειραθέντων αὐτοῖς τῶν δρακόντων Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 29, περὶ Διψάδων 6. ― [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «περισπειραθείς· περιπλακείς, περιελιχθείς, κτλ.».
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />rouler <i>ou</i> entortiller autour : [[τί]] τινι une chose autour d'une autre ; <i>Pass.</i> se rouler autour de, entourer de ses replis, τινι;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[περισπειράομαι]], [[περισπειρῶμαι]] s'enrouler autour de, entourer, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[σπεῖρα]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 08:12, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περισπειράω Medium diacritics: περισπειράω Low diacritics: περισπειράω Capitals: ΠΕΡΙΣΠΕΙΡΑΩ
Transliteration A: perispeiráō Transliteration B: perispeiraō Transliteration C: perispeirao Beta Code: perispeira/w

English (LSJ)

wind round, τὴν ἐσθῆτα τῇ κεφαλῇ Plu.Cam.25:— Med., τὰ μέσα… ὁπλίταις περιεσπειραμένος having concentrated his troops around... Id.Ages.31:—Pass., form round, ἀνδρῶν κύκλῳ περιεσπειραμένων Id.Cic.22; of serpents, etc., twine, coil round, δράκοντα περιεσπειραμένον τὸ δέρος D.S.4.48: c. dat., τισι Luc.Hist. Conscr.29; τῷ ποδί Id.Dips.6: metaph., insinuate oneself into, τὰς αὐλάς Eun.Hist.p.257 D.

German (Pape)

[Seite 592] rings umwinden, umschlingen, Luc. hist. conscr. 29, τὴν ἐσθῆτα τῇ κεφαλῇ, Plut. Camill. 25; auch med., mit Soldaten besetzen, Ages. 31, u. pass., Cic. 32.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
rouler ou entortiller autour : τί τινι une chose autour d'une autre ; Pass. se rouler autour de, entourer de ses replis, τινι;
Moy. περισπειράομαι, περισπειρῶμαι s'enrouler autour de, entourer, τινι.
Étymologie: περί, σπεῖρα.

Greek (Liddell-Scott)

περισπειράω: μέλλ. -άσω, περιτυλίσσω, τὴν ἐσθῆτα τῇ κεφαλῇ Πλουτ. Κάμιλλ. 25. ― Μέσ., ἀλλὰ τὰ μέσα τῆς πόλεως καὶ κυριώτατα τοῖς ὁπλίταις περιεσπειραμένος, ἐκαρτέρει τὰς ἀπειλὰς κτλ., «περικυκλωσάμενος, περιβαλὼν τὰ μέσα τῆς πόλεως τοῖς ὁπλίταις, ἢ τοὺς ὁπλίτας περιστήσας τοῖς μέσοις τῆς πόλεως» (Κοραῆς), ὁ αὐτ. ἐν Ἀγησ. 31· ― ἐν τῷ Παθ. τύπῳ, ἐπὶ στρατιωτῶν ἢ ἄλλων, συσπειρῶμαι, συσσωματοῦμαι πέριξ τινὸς ὅπως προφυλάξω αὐτόν, κύκλῳ περιεσπειραμένων καὶ δορυφορούντων ὁ αὐτ. ἐν Κικ. 22· οὕτως ἐπὶ ὄφεων, περιελίσσομαι, περισπειραθέντων αὐτοῖς τῶν δρακόντων Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 29, περὶ Διψάδων 6. ― Κατὰ Σουΐδ.: «περισπειραθείς· περιπλακείς, περιελιχθείς, κτλ.».

Greek Monotonic

περισπειράω: μέλ. -άσω, περιελίσσω, τυλίγω, σε Πλούτ. — Μέσ., περικυκλώνω με στρατιώτες, στον ίδ. — Παθ., λέγεται για στρατιώτες, συσπειρώνομαι γύρω από τον αρχηγό, τινι, στον ίδ.· λέγεται για ερπετά, πλέκομαι ολόγυρα, γίνομαι κουλούρα γύρω από, τινι σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

περισπειράω:
1) обматывать, обертывать, обвивать (τὴν ἐσθῆτα τῇ κεφαλῇ Plut.): περισπειρᾶσθαί τινι Luc. обвиваться вокруг чего-л.;
2) med. окружать, оцеплять (τὰ μέσα τῆς πόλεως τοῖς ὁπλίταις Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περισπειράω [περί, σπεῖρα] omwikkelen:; τὴν ἐσθῆτα τῇ κεφαλῇ π. zijn kleding om zijn hoofd binden Plut. Cam. 25.2; med.-pass. omsingelen:; τῆς πόλεως τὰ μέσα καὶ κυριώτατα τοῖς ὁπλίταις περιεσπειραμένος nadat hij de centrale en vitaalste delen van de stad met zijn hoplieten had omsingeld Plut. Ages. 31.4; overdr.. τῶν... ἡγεμονικωτάτων ἀνδρῶν κύκλῳ περιεσπειραμένων terwijl de hoogste gezagsdragers hem omcirkeld hielden Plut. Cic. 22.2.

Middle Liddell

fut. άσω
to wind round, Plut.:—Mid. to surround with soldiers, Plut.:—Pass., of soldiers, to form round a leader, τινί Plut.; of serpents, to twine round, τινί Luc.