πομπικός: Difference between revisions

From LSJ

βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels

Source
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0679.png Seite 679]] zum Geleit, zum Begleiten, zum feierlichen Aufzuge gehörig, geeignet; [[ἵππος]] Xen. ars equit. 11, 1; Poll. 1, 211; daher prächtig, prunkvoll, Plut. Mar. 22; πομπικῶς, Ael. H. A. 12, 33, Longin.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0679.png Seite 679]] zum Geleit, zum Begleiten, zum feierlichen Aufzuge gehörig, geeignet; [[ἵππος]] Xen. ars equit. 11, 1; Poll. 1, 211; daher prächtig, prunkvoll, Plut. Mar. 22; πομπικῶς, Ael. H. A. 12, 33, Longin.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui concerne les processions, pompes <i>ou</i> cérémonies publiques;<br /><b>2</b> pompeux, de montre, d'apparat.<br />'''Étymologie:''' [[πομπή]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πομπικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς δημοτελῆ πομπήν, π. [[ἵππος]], [[ἵππος]] τῆς πόλεως εἰς πομπὰς [[χρήσιμος]], Ξεν. Ἱππ. 11, 1, πρβλ. Πολυδ. Α΄, 211· [[στέμμα]] Διόδ. 18. 26· ἅρμα Δίων Κ. 50. 34· [[μέλος]] Πλουτ. Αἰμίλ. 33, κτλ.· ― μεταφορ., πομπώδης, ἐπιδεικτικός, [[ὄψις]] Πλουτ. Μάρ. 22· ἐπὶ τοῦ ὕφους τοῦ Ἰσοκράτους, Διον. Ἁλ. π. Ἰσαί. 19, πρβλ. Λογγῖν. 8. Ἐπίρρ. -κῶς, ὁ αὐτ. 32, κτλ.
|lstext='''πομπικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς δημοτελῆ πομπήν, π. [[ἵππος]], [[ἵππος]] τῆς πόλεως εἰς πομπὰς [[χρήσιμος]], Ξεν. Ἱππ. 11, 1, πρβλ. Πολυδ. Α΄, 211· [[στέμμα]] Διόδ. 18. 26· ἅρμα Δίων Κ. 50. 34· [[μέλος]] Πλουτ. Αἰμίλ. 33, κτλ.· ― μεταφορ., πομπώδης, ἐπιδεικτικός, [[ὄψις]] Πλουτ. Μάρ. 22· ἐπὶ τοῦ ὕφους τοῦ Ἰσοκράτους, Διον. Ἁλ. π. Ἰσαί. 19, πρβλ. Λογγῖν. 8. Ἐπίρρ. -κῶς, ὁ αὐτ. 32, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui concerne les processions, pompes <i>ou</i> cérémonies publiques;<br /><b>2</b> pompeux, de montre, d'apparat.<br />'''Étymologie:''' [[πομπή]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 08:30, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πομπικός Medium diacritics: πομπικός Low diacritics: πομπικός Capitals: ΠΟΜΠΙΚΟΣ
Transliteration A: pompikós Transliteration B: pompikos Transliteration C: pompikos Beta Code: pompiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A of or for a solemn procession, π. ἵππος a horse of state, X.Eq.11.1, cf. Poll.1.211; ἀσπίδια, ζεῦγος, IG22.1424a.395,2311.65; στέμμα D.S.18.26; ἅρμα D.C.56.34; μέλος Plu.Aem.33, etc. 2 metaph., stately, magnificent, ὄψις Id.Mar.22; of literary style, impressive, Phld.Rh.2.96S., D.H.Is.19, Longin.8.3. Adv. -κῶς Id.32.5, etc.

German (Pape)

[Seite 679] zum Geleit, zum Begleiten, zum feierlichen Aufzuge gehörig, geeignet; ἵππος Xen. ars equit. 11, 1; Poll. 1, 211; daher prächtig, prunkvoll, Plut. Mar. 22; πομπικῶς, Ael. H. A. 12, 33, Longin.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui concerne les processions, pompes ou cérémonies publiques;
2 pompeux, de montre, d'apparat.
Étymologie: πομπή.

Greek (Liddell-Scott)

πομπικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς δημοτελῆ πομπήν, π. ἵππος, ἵππος τῆς πόλεως εἰς πομπὰς χρήσιμος, Ξεν. Ἱππ. 11, 1, πρβλ. Πολυδ. Α΄, 211· στέμμα Διόδ. 18. 26· ἅρμα Δίων Κ. 50. 34· μέλος Πλουτ. Αἰμίλ. 33, κτλ.· ― μεταφορ., πομπώδης, ἐπιδεικτικός, ὄψις Πλουτ. Μάρ. 22· ἐπὶ τοῦ ὕφους τοῦ Ἰσοκράτους, Διον. Ἁλ. π. Ἰσαί. 19, πρβλ. Λογγῖν. 8. Ἐπίρρ. -κῶς, ὁ αὐτ. 32, κτλ.

Greek Monolingual

-ή, -ό / πομπικός, -όν, ΝΜΑ πομπή
αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή χρησιμεύει σε πομπή
αρχ.
1. (για ύφος λόγου) εντυπωσιακός
2. μτφ. πομπώδης, πολυτελής, επιδεικτικός
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πομπικά
είδος ρητορικού λόγου.
επίρρ...
πομπικώς/ πομπικῶς ΝΑ και πομπικά Ν
νεοελλ.-αρχ.
κατά τρόπο πομπικό
μσν.
για δημιουργία εντυπώσεων.

Greek Monotonic

πομπικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε ιερή πομπή, πομπικὸς ἵππος, ο ίππος της πόλης (χρήσιμ. στις πομπές), σε Ξεν.· μεταφ., πομπώδης, επιδεικτικός, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

πομπικός: торжественный, парадный (ἵππος Xen.; στέμμα Diod.; μέλος Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πομπικός -ή -όν [πομπή] triomf-:. μέλος... πομπικόν triomfgezang Plut. Aem. 33.1. prachtig:. πομπικὴ ὄψις een prachtige aanblik Plut. Mar. 22.1.

Middle Liddell

πομπικός, ή, όν [from πομπή
of or for a solemn procession, π. ἵππος a horse of state, Xen.:—metaph. pompous, showy, Plut.