προκαταφεύγω: Difference between revisions

From LSJ

ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστεθηρίονθεός → a man who is incapable of entering into partnership, or who is so self-sufficing that he has no need to do so, is no part of a state, so that he must be either a lower animal or a god | whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0729.png Seite 729]] (s. [[φεύγω]]), vorher seine Zuflucht wohin nehmen; Thuc. 1, 134. 2, 91; D. Cass.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0729.png Seite 729]] (s. [[φεύγω]]), vorher seine Zuflucht wohin nehmen; Thuc. 1, 134. 2, 91; D. Cass.
}}
{{bailly
|btext=se réfugier auparavant.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[καταφεύγω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προκαταφεύγω''': μέλλ. -[[φεύξομαι]], [[καταφεύγω]] εἰς ἀσφαλῆ τόπον πρότερον, Θουκ. 3. 78· ἐς τήν Ναύπακτον ὁ αὐτ. 2. 91· πρὸς τὸ ἱερὸν, ἐπὶ ἱκετῶν ζητούντων ἄσυλον, ὁ αὐτ. 1. 134.
|lstext='''προκαταφεύγω''': μέλλ. -[[φεύξομαι]], [[καταφεύγω]] εἰς ἀσφαλῆ τόπον πρότερον, Θουκ. 3. 78· ἐς τήν Ναύπακτον ὁ αὐτ. 2. 91· πρὸς τὸ ἱερὸν, ἐπὶ ἱκετῶν ζητούντων ἄσυλον, ὁ αὐτ. 1. 134.
}}
{{bailly
|btext=se réfugier auparavant.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[καταφεύγω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 08:31, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προκαταφεύγω Medium diacritics: προκαταφεύγω Low diacritics: προκαταφεύγω Capitals: ΠΡΟΚΑΤΑΦΕΥΓΩ
Transliteration A: prokatapheúgō Transliteration B: prokatapheugō Transliteration C: prokatafeygo Beta Code: prokatafeu/gw

English (LSJ)

escape to a place of safety first, Th.3.78; ἐς τὴν Ναύπακτον Id.2.91; πρὸς τὸ ἱερόν, of suppliants seeking sanctuary, Id.1.134.

German (Pape)

[Seite 729] (s. φεύγω), vorher seine Zuflucht wohin nehmen; Thuc. 1, 134. 2, 91; D. Cass.

French (Bailly abrégé)

se réfugier auparavant.
Étymologie: πρό, καταφεύγω.

Greek (Liddell-Scott)

προκαταφεύγω: μέλλ. -φεύξομαι, καταφεύγω εἰς ἀσφαλῆ τόπον πρότερον, Θουκ. 3. 78· ἐς τήν Ναύπακτον ὁ αὐτ. 2. 91· πρὸς τὸ ἱερὸν, ἐπὶ ἱκετῶν ζητούντων ἄσυλον, ὁ αὐτ. 1. 134.

Greek Monolingual

Α
1. καταφεύγω εκ τών προτέρων σε ασφαλές μέρος για να βρω προστασία («καὶ φθάνουσιν αὐτοὺς πλὴν μιᾱς νεὼς προκαταφυγοῦσαι πρὸς τὴν Ναύπακτον [αἱ νῆες]», Θουκ.)
2. (για ικέτες) καταφεύγω εκ τών προτέρων σε ιερό για να εξασφαλιστώ με την προστασία του θεού («πρὸς τὸ ἱερὸν τῆς Χαλκιοίκου χωρῆσαι... καὶ προκαταφυγεῖν», Θουκ.).

Greek Monotonic

προκαταφεύγω: μέλ. -φεύξομαι, δραπετεύω από πριν σε ασφαλές μέρος, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

προκαταφεύγω: ранее убегать, укрываться, искать или находить убежище (ἐς τὴν Ναύπακτον, πρὸς τὸ ἱερόν Thuc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-καταφεύγω bijtijds ontsnappen.

Middle Liddell

fut. -φεύξομαι
to escape to a place of safety before, Thuc.