σιτοποιός: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0886.png Seite 886]] Getreide zubereitend, mahlend, Her. 3, 150. 7, 187, der steh nur des wm. ἡ [[σιτοποιός]] bedient; auch Mehl, Brot oder sonst Nadrungsmittel, Speisen zubereitend, προθεὶς ἀνάγκην σιτοποιόν, Eur. Hec. 362; γυναῖκες, Thuc. 2, 78; ὁ σ., 6, 44; Ggstz von όψοποιός, Xen. Cyr. 8, 5, 3. 8, 20, wie Plat. Gorg. 517 d.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0886.png Seite 886]] Getreide zubereitend, mahlend, Her. 3, 150. 7, 187, der steh nur des wm. ἡ [[σιτοποιός]] bedient; auch Mehl, Brot oder sonst Nadrungsmittel, Speisen zubereitend, προθεὶς ἀνάγκην σιτοποιόν, Eur. Hec. 362; γυναῖκες, Thuc. 2, 78; ὁ σ., 6, 44; Ggstz von όψοποιός, Xen. Cyr. 8, 5, 3. 8, 20, wie Plat. Gorg. 517 d.
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br /><b>1</b> qui fait du pain ; ὁ [[σιτοποιός]] boulanger;<br /><b>2</b> qui concerne la fabrication du pain : σιτοποιὸς [[ἀνάγκη]] EUR l'obligation de faire le pain.<br />'''Étymologie:''' [[σῖτος]], [[ποιέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σῑτοποιός''': ὁ, ἡ· ― σ. [[ἀνάγκη]], τὸ [[ἔργον]] τοῦ ἀλέθειν καὶ ψήνειν, Εὐρ. Ἑκ. 362. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὁ ἀλέθων τὸν σῖτον εἰς τὸν χειρόμυλον, οἱ σ. ἐκ τῶν μυλώνων Θουκ. 6. 22· ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον θηλ., γυνὴ παρασκευάζουσα ἄρτον, ψήνουσα αὐτόν, Ἡρόδ. 3. 150· γυναῖκες σ. ὁ αὐτ. 7. 187, Θουκ. 2. 78· ἀντίθετον τῷ [[ὀψοποιός]] (ὁ παρασκευάζων τὰ φαγητά), Πλάτ. Γοργ. 517D, Ξεν. Κύρ. 8. 5, 3· τῷ [[μάγειρος]], Πλουτ. Ἀλέξ. 23. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ἀρτοκόπος]]». ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 151.
|lstext='''σῑτοποιός''': ὁ, ἡ· ― σ. [[ἀνάγκη]], τὸ [[ἔργον]] τοῦ ἀλέθειν καὶ ψήνειν, Εὐρ. Ἑκ. 362. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὁ ἀλέθων τὸν σῖτον εἰς τὸν χειρόμυλον, οἱ σ. ἐκ τῶν μυλώνων Θουκ. 6. 22· ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον θηλ., γυνὴ παρασκευάζουσα ἄρτον, ψήνουσα αὐτόν, Ἡρόδ. 3. 150· γυναῖκες σ. ὁ αὐτ. 7. 187, Θουκ. 2. 78· ἀντίθετον τῷ [[ὀψοποιός]] (ὁ παρασκευάζων τὰ φαγητά), Πλάτ. Γοργ. 517D, Ξεν. Κύρ. 8. 5, 3· τῷ [[μάγειρος]], Πλουτ. Ἀλέξ. 23. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ἀρτοκόπος]]». ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 151.
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br /><b>1</b> qui fait du pain ; ὁ [[σιτοποιός]] boulanger;<br /><b>2</b> qui concerne la fabrication du pain : σιτοποιὸς [[ἀνάγκη]] EUR l'obligation de faire le pain.<br />'''Étymologie:''' [[σῖτος]], [[ποιέω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 08:55, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑτοποιός Medium diacritics: σιτοποιός Low diacritics: σιτοποιός Capitals: ΣΙΤΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: sitopoiós Transliteration B: sitopoios Transliteration C: sitopoios Beta Code: sitopoio/s

English (LSJ)

ον, ἀνάγκη σιτοποιός the task A of grinding and baking, E.Hec.362. II Subst., one that ground the corn in the hand-mill, miller. σ. ἐκ τῶν μυλώνων Th.6.22; Λαμέδοντι σιτοποιῷ PCair.Zen.4.41 (iii B.C.); ἐπίστειλον . . πόθεν δεῖ λαβόντα σῖτον καὶ πόσον δοῦναι Ἀμμωνίῳ τῷ σ. ὅπως ἑτοιμασθῇ σεμίδαλις PMich.Zen.28.32 (iii B.C.); ἔργον σιτοποιοῦ bake-meats, LXX Ge. 40.17; mostly fem., baking-woman, Hdt.3.150, Thphr.Char.4.7; γυναῖκες σ. Hdt.7.187, Th.2.78; opp. ὀψοποιός (a cook), Pl.Grg. 517e, X.Cyr.8.5.3; opp. μάγειρος, Plu.Alex.23 (pl.), cf. Ostr.Bodl. i 304 (pl., ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 886] Getreide zubereitend, mahlend, Her. 3, 150. 7, 187, der steh nur des wm. ἡ σιτοποιός bedient; auch Mehl, Brot oder sonst Nadrungsmittel, Speisen zubereitend, προθεὶς ἀνάγκην σιτοποιόν, Eur. Hec. 362; γυναῖκες, Thuc. 2, 78; ὁ σ., 6, 44; Ggstz von όψοποιός, Xen. Cyr. 8, 5, 3. 8, 20, wie Plat. Gorg. 517 d.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
1 qui fait du pain ; ὁ σιτοποιός boulanger;
2 qui concerne la fabrication du pain : σιτοποιὸς ἀνάγκη EUR l'obligation de faire le pain.
Étymologie: σῖτος, ποιέω.

Greek (Liddell-Scott)

σῑτοποιός: ὁ, ἡ· ― σ. ἀνάγκη, τὸ ἔργον τοῦ ἀλέθειν καὶ ψήνειν, Εὐρ. Ἑκ. 362. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὁ ἀλέθων τὸν σῖτον εἰς τὸν χειρόμυλον, οἱ σ. ἐκ τῶν μυλώνων Θουκ. 6. 22· ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον θηλ., γυνὴ παρασκευάζουσα ἄρτον, ψήνουσα αὐτόν, Ἡρόδ. 3. 150· γυναῖκες σ. ὁ αὐτ. 7. 187, Θουκ. 2. 78· ἀντίθετον τῷ ὀψοποιός (ὁ παρασκευάζων τὰ φαγητά), Πλάτ. Γοργ. 517D, Ξεν. Κύρ. 8. 5, 3· τῷ μάγειρος, Πλουτ. Ἀλέξ. 23. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ἀρτοκόπος». ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 151.

Greek Monolingual

-όν, Α
1. αυτός που φτειάχνει αλεύρι, ψωμί ή άλλες τροφές
2. το αρσ. ως ουσ.σιτοποιός
ο μυλωνάς
3. το θηλ. ως ουσ.σιτοποιός
η γυναίκα που ζυμώνει και ψήνει το ψωμί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + -ποιός].

Greek Monotonic

σῑτοποιός: ὁ, ἡ,
I. αυτός που παρασκευάζει ψωμί, αρτοποιός· σιτοποιὸς ἀνάγκη, το έργο της αλέσεως του σιταριού και του ψησίματος του ψωμιού, σε Ευρ.
II. ως ουσ., μυλωνάς, αυτός που αλέθει το σιτάρι στον μύλο, σε Θουκ.· στο θηλ. κατά κανόνα, αυτή που ζυμώνει και ψήνει το ψωμί, σε Ηρόδ.· γυναῖκες σιτοποιοί, στον ίδ., Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

σῑτοποιός:
1) касающийся приготовления хлеба или пищи: ἀνάγκη σ. Eur. необходимость готовить пищу;
2) готовящий хлеб или пищу (γυναῖκες Her.).
II ὁ и ἡ хлебопек, пекарь, булочник Her., Thuc., Xen., Plat.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιτοποιός -όν [σῖτος, ποιέω] brood of voedsel bereidend; subst. maler, bakker.

Middle Liddell

σῑτο-ποιός, οῦ, ὁ,
I. ς. ἀνάγκη the task of grinding and baking, Eur.
II. as substantive one that ground the corn in the handmill, Thuc.; mostly fem. a baking-woman, Hdt.; γυναῖκες ς. Hdt., Thuc.