σύνδετος: Difference between revisions

From LSJ

κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education

Source
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1006.png Seite 1006]] zusammengebunden; Soph. Ai. 62. 289; Plat. Polit. 280 e; τὰ σύνδετα, = σύνδεσμα, Eur. Ion 1390.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1006.png Seite 1006]] zusammengebunden; Soph. Ai. 62. 289; Plat. Polit. 280 e; τὰ σύνδετα, = σύνδεσμα, Eur. Ion 1390.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui a les pieds et les mains liés.<br />'''Étymologie:''' [[συνδέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σύνδετος''': -ον, συνδεδεμένος, δεδεμένος [[ὁμοῦ]], συνδέτους αἰκίζεται Σοφ. Αἴ. 65· συνδέτους ἄγων [[ὁμοῦ]] ταύρους, κύνας βοτῆρας [[αὐτόθι]] 296. 2) ὁ συνδεδεμένος τινί, συνηνωμένος, τινι Πλάτ. Πολιτ. 279E. 3) ὁ συμπεπλεγμένος μετά τινος, Ἀριστ. Φυσιογν. 3. 3. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. σύνδετον, τό, [[δεσμός]], Εὐρ. Ἴων 1390.
|lstext='''σύνδετος''': -ον, συνδεδεμένος, δεδεμένος [[ὁμοῦ]], συνδέτους αἰκίζεται Σοφ. Αἴ. 65· συνδέτους ἄγων [[ὁμοῦ]] ταύρους, κύνας βοτῆρας [[αὐτόθι]] 296. 2) ὁ συνδεδεμένος τινί, συνηνωμένος, τινι Πλάτ. Πολιτ. 279E. 3) ὁ συμπεπλεγμένος μετά τινος, Ἀριστ. Φυσιογν. 3. 3. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. σύνδετον, τό, [[δεσμός]], Εὐρ. Ἴων 1390.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui a les pieds et les mains liés.<br />'''Étymologie:''' [[συνδέω]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater

Revision as of 09:45, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύνδετος Medium diacritics: σύνδετος Low diacritics: σύνδετος Capitals: ΣΥΝΔΕΤΟΣ
Transliteration A: sýndetos Transliteration B: syndetos Transliteration C: syndetos Beta Code: su/ndetos

English (LSJ)

ον, A bound hand and foot, S.Aj.65, 296. 2 united with, αὐτὰ αὑτοῖς Pl.Plt.279e; τὰ σ. compounds, concrete things, Procl.Inst.157. 3 well knit together, Arist.Phgn. 807b15. II Subst. σύνδετον, τό, band, E.Ion 1390.

German (Pape)

[Seite 1006] zusammengebunden; Soph. Ai. 62. 289; Plat. Polit. 280 e; τὰ σύνδετα, = σύνδεσμα, Eur. Ion 1390.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a les pieds et les mains liés.
Étymologie: συνδέω.

Greek (Liddell-Scott)

σύνδετος: -ον, συνδεδεμένος, δεδεμένος ὁμοῦ, συνδέτους αἰκίζεται Σοφ. Αἴ. 65· συνδέτους ἄγων ὁμοῦ ταύρους, κύνας βοτῆρας αὐτόθι 296. 2) ὁ συνδεδεμένος τινί, συνηνωμένος, τινι Πλάτ. Πολιτ. 279E. 3) ὁ συμπεπλεγμένος μετά τινος, Ἀριστ. Φυσιογν. 3. 3. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. σύνδετον, τό, δεσμός, Εὐρ. Ἴων 1390.

English (Slater)

σύνδετος bound together with, tributary of <σύνδετον> (supp. Snell e Σ, σύνδετος λέγεται ὅτι ἔσχε συνάφειαν τῷ Τιταρησίῳ, ὃς ἀπόρροιαν ἀπὸ Στυγὸς ἔχει) (Pae. 10.4)

Greek Monolingual

-ον, Α συνδέω
1. συνδεδεμένος («καὶ νῦν κατ' οἴκους συνδέτους αἰκίζεται», Σοφ.)
2. ο ενιαίος
3. ο συμπεπλεγμένος
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ σύνδετον
ο δεσμός
5. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ σύνδετα
τα σύνθετα πράγματα.

Greek Monotonic

σύνδετος: -ον, I. δεμένος χειροπόδαρα, σε Σοφ.
II. ως ουσ. σύνδετον, τό, δεσμός, δεσμά, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

σύνδετος: [adj. verb. к συνδέω
1) связанный (по рукам и ногам) Soph.;
2) соединенный Plat., Arst.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύνδετος -ον [συνδέω] vastgebonden; verbonden met, met dat.. Plat. Plt. 279e. subst. τὸ σύνδετον band, bindsel. Eur. Ion 1390.

Middle Liddell

σύν-δετος, ον,
I. bound hand and foot, Soph.
II. as substantive σύνδετον, ου, a band, Eur.