τετρασκελής: Difference between revisions

From LSJ

ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ → it is impossible to step twice in the same river, you cannot step twice into the same rivers

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1099.png Seite 1099]] ές, vierschenklig, vierfüßig; [[οἰωνός]], Aesch. Prom. 395; Eur. Phoen. 642, u. öfter.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1099.png Seite 1099]] ές, vierschenklig, vierfüßig; [[οἰωνός]], Aesch. Prom. 395; Eur. Phoen. 642, u. öfter.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />à quatre jambes ; à quatre pieds.<br />'''Étymologie:''' [[τέτταρες]], [[σκέλος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τετρασκελής''': -ές, ([[σκέλος]]) ὁ ἔχων τέσσαρα σκέλη, [[τετράπους]], τ. [[οἰωνός]], [[εἶδος]] [[γρυπός]], Αἰσχύλ. Πρ. 395· χέρσου τετρ. [[γονή]], δηλ. τετράποδα, Σοφ. Ἀποσπ. 678. 10· τ. [[ὕβρισμα]], ἀναιδὴς ἢ [[αὐθάδης]] βία τῶν Κενταύρων, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 181· τ. κενταυροπληθής [[πόλεμος]] [[αὐτόθι]] 1272.
|lstext='''τετρασκελής''': -ές, ([[σκέλος]]) ὁ ἔχων τέσσαρα σκέλη, [[τετράπους]], τ. [[οἰωνός]], [[εἶδος]] [[γρυπός]], Αἰσχύλ. Πρ. 395· χέρσου τετρ. [[γονή]], δηλ. τετράποδα, Σοφ. Ἀποσπ. 678. 10· τ. [[ὕβρισμα]], ἀναιδὴς ἢ [[αὐθάδης]] βία τῶν Κενταύρων, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 181· τ. κενταυροπληθής [[πόλεμος]] [[αὐτόθι]] 1272.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />à quatre jambes ; à quatre pieds.<br />'''Étymologie:''' [[τέτταρες]], [[σκέλος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 10:05, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρασκελής Medium diacritics: τετρασκελής Low diacritics: τετρασκελής Capitals: ΤΕΤΡΑΣΚΕΛΗΣ
Transliteration A: tetraskelḗs Transliteration B: tetraskelēs Transliteration C: tetraskelis Beta Code: tetraskelh/s

English (LSJ)

ές, (σκέλος)
A four-legged, four-footed, τετρασκελὴς οἰωνός, of a kind of griffin, A.Pr. 397; χέρσου τετρασκελὴς γονή, i.e. quadrupeds, S.Fr.941.10; τετρασκελὲς ὕβρισμα = the wanton violence of Centaurs, E.HF181; τετρασκελὴς κενταυροπληθὴς πόλεμος ib.1272; of bandages, Heliod. ap. Orib.48.23.1, Sor.Fasc.41, Gal. 18(1).774.

German (Pape)

[Seite 1099] ές, vierschenklig, vierfüßig; οἰωνός, Aesch. Prom. 395; Eur. Phoen. 642, u. öfter.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
à quatre jambes ; à quatre pieds.
Étymologie: τέτταρες, σκέλος.

Greek (Liddell-Scott)

τετρασκελής: -ές, (σκέλος) ὁ ἔχων τέσσαρα σκέλη, τετράπους, τ. οἰωνός, εἶδος γρυπός, Αἰσχύλ. Πρ. 395· χέρσου τετρ. γονή, δηλ. τετράποδα, Σοφ. Ἀποσπ. 678. 10· τ. ὕβρισμα, ἀναιδὴς ἢ αὐθάδης βία τῶν Κενταύρων, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 181· τ. κενταυροπληθής πόλεμος αὐτόθι 1272.

Greek Monolingual

-ές, ΝΑ
αυτός που έχει τέσσερα σκέλη ή τέσσερα πόδια
αρχ.
1. (για επίδεσμο) αυτός που έχει τέσσερα άκρα
2. (για ψυχικό πάθος) πολύ μεγάλος
3. φρ. α) «τετρασκελής οἰωνός» — είδος γρύπου, μυθικού ζώου με κεφάλι και φτερούγες αετού και με σώμα λεονταριού (Αισχύλ.)
β) «χέρσου τετρασκελής γονή» — τα τετράποδα (Σοφ.)
γ) «τετρασκελὲς ὕβρισμα Κενταύρων» — η αυθάδης βία τών Κενταύρων (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -σκελής (< σκέλος), πρβλ. ὀκτα-σκελής].

Greek Monotonic

τετρασκελής: -ές (σκέλος), αυτός που έχει τέσσερα πόδια, τετράποδος, τετρασκελὴς οἰωνός, είδος γρύπα, σε Αισχύλ.· τετρασκελὲς ὕβρισμα, αναιδής βία των Κενταύρων, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

τετρασκελής:
1) четвероногий (οἰωνός Aesch.; μόσχος Eur.): χέρσου τ. γονή Soph. сухопутные четвероногие;
2) свойственный четвероногим (кентаврам) (ὕβρισμα Eur.): τ. πόλεμος Eur. война с кентаврами.

Middle Liddell

τετρα-σκελής, ές σκέλος
four-legged, four-footed, τ. οἰωνός, of a kind of griffin, Aesch.; τ. ὕβρισμα the wanton violence of Centaurs, Eur.

English (Woodhouse)

four-legged, having four legs

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)