χρυσοβαφής: Difference between revisions
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1380.png Seite 1380]] ές, goldgefärbt, goldfarbig, aber auch = [[χρυσογραφής]], goldgestickt; ἄνακτες Simmi. (XV, 22); bei Plut. Demetr. 41 zw.; vgl. Callixen. bei Ath. V, 200 d. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1380.png Seite 1380]] ές, goldgefärbt, goldfarbig, aber auch = [[χρυσογραφής]], goldgestickt; ἄνακτες Simmi. (XV, 22); bei Plut. Demetr. 41 zw.; vgl. Callixen. bei Ath. V, 200 d. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />teint en or, <i>càd</i> qui a des vêtements <i>ou</i> des chaussures brodées d'or.<br />'''Étymologie:''' [[χρυσός]], [[βάπτω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χρῡσοβᾰφής''': -ές, κεχρυσωμένος, χρυσοκέντητος, = [[χρυσογραφής]], Πλουτ. Δημήτρ. 41· οὕτω, χρ. ἄνακτες Ἀνθ. Π. 15. 22· πρβλ. Hemst. εἰς Λουκ. 1. 623. | |lstext='''χρῡσοβᾰφής''': -ές, κεχρυσωμένος, χρυσοκέντητος, = [[χρυσογραφής]], Πλουτ. Δημήτρ. 41· οὕτω, χρ. ἄνακτες Ἀνθ. Π. 15. 22· πρβλ. Hemst. εἰς Λουκ. 1. 623. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 11:15, 2 October 2022
English (LSJ)
ές, gold-embroidered, Plu.Demetr.41; χ. ἄνακτες Simm.25.
German (Pape)
[Seite 1380] ές, goldgefärbt, goldfarbig, aber auch = χρυσογραφής, goldgestickt; ἄνακτες Simmi. (XV, 22); bei Plut. Demetr. 41 zw.; vgl. Callixen. bei Ath. V, 200 d.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
teint en or, càd qui a des vêtements ou des chaussures brodées d'or.
Étymologie: χρυσός, βάπτω.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσοβᾰφής: -ές, κεχρυσωμένος, χρυσοκέντητος, = χρυσογραφής, Πλουτ. Δημήτρ. 41· οὕτω, χρ. ἄνακτες Ἀνθ. Π. 15. 22· πρβλ. Hemst. εἰς Λουκ. 1. 623.
Greek Monolingual
-ές, ΝΜΑ
βαμμένος με χρυσό χρώμα
αρχ.
αυτός που φορεί χρυσά ενδύματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -βαφής (< βαφή < βάπτω), πρβλ. αἱμο-βαφής].
Greek Monotonic
χρῡσοβᾰφής: -ές (βάπτω), χρυσωμένος, χρυσοκέντητος, σε Πλούτ., Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
χρῡσοβᾰφής:
1) окрашенный, т. е. расшитый золотом (ἐμβάδες Plut.);
2) блистающий золотом (ἄνακτες Anth.).
Middle Liddell
χρῡσο-βᾰφής, ές βάπτω
gilded, gold-embroidered, Plut., Anth.