ἐνετός: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-όν<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἔνετος I.<i>AI</i> 3.136<br /><b class="num">1</b> de pers. [[comprado]], [[instigado]], [[inducido a hablar por dinero]] [[ἄλλοι]] δ' ἐνετοὶ λέγοντες X.<i>Cyr</i>.1.6.19, cf. App.<i>BC</i> 1.22<br /><b class="num">•</b>subst. ἐκβοησάντων δὲ τῶν ἐνετῶν ὅτι ... App.<i>Mith</i>.59<br /><b class="num">•</b>c. ὑπό y gen. Πολυκράτης ... εἶπεν ἐ. ὑπὸ Ξενοφῶντος X.<i>An</i>.7.6.41, cf. Men.<i>Fr</i>.537.2.<br /><b class="num">2</b> de cosas [[inserto]] δι' αὐτῶν ἔνετοι σκυταλίδες I.<i>AI</i> [[l.c.]]<br /><b class="num">3</b> medic. [[que se introduce]], [[que se administra]] por el ano, de medicamentos, Paul.Aeg.7.12.1. | |dgtxt=-όν<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἔνετος I.<i>AI</i> 3.136<br /><b class="num">1</b> de pers. [[comprado]], [[instigado]], [[inducido a hablar por dinero]] [[ἄλλοι]] δ' ἐνετοὶ λέγοντες X.<i>Cyr</i>.1.6.19, cf. App.<i>BC</i> 1.22<br /><b class="num">•</b>subst. ἐκβοησάντων δὲ τῶν ἐνετῶν ὅτι ... App.<i>Mith</i>.59<br /><b class="num">•</b>c. ὑπό y gen. Πολυκράτης ... εἶπεν ἐ. ὑπὸ Ξενοφῶντος X.<i>An</i>.7.6.41, cf. Men.<i>Fr</i>.537.2.<br /><b class="num">2</b> de cosas [[inserto]] δι' αὐτῶν ἔνετοι σκυταλίδες I.<i>AI</i> [[l.c.]]<br /><b class="num">3</b> medic. [[que se introduce]], [[que se administra]] por el ano, de medicamentos, Paul.Aeg.7.12.1. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />introduit dans ; aposté, suborné.<br />'''Étymologie:''' [[ἐνίημι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐνετός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ [[ἐνίημι]], ἐγκεχυμένος, Ἰατρ. ΙΙ. [[κατασκευαστός]], ψευδής, [[ἐγκάθετος]], «βαλμένος», κατηγόρους ἐνετοὺς ἐπὶ τοὺς πλουσίους ἐπήγοντο Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 22, Μιθρ. 59, καὶ πιθαν. γραφ. ἐν Ξενοφ. Ἀν. 7. 6, 41 ἐνετὸς ὑπὸ Ξενοφῶντος ἀντὶ ἀναστὰς [[ὑπὲρ]] Ξ. ὡς διωρθώθη ἤδη. | |lstext='''ἐνετός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ [[ἐνίημι]], ἐγκεχυμένος, Ἰατρ. ΙΙ. [[κατασκευαστός]], ψευδής, [[ἐγκάθετος]], «βαλμένος», κατηγόρους ἐνετοὺς ἐπὶ τοὺς πλουσίους ἐπήγοντο Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 22, Μιθρ. 59, καὶ πιθαν. γραφ. ἐν Ξενοφ. Ἀν. 7. 6, 41 ἐνετὸς ὑπὸ Ξενοφῶντος ἀντὶ ἀναστὰς [[ὑπὲρ]] Ξ. ὡς διωρθώθη ἤδη. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 15:00, 2 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, A inserted, σκυταλίδες J.AJ3.6.5; for injection, τροχίσκοι Paul.Aeg.7.12 (v.l. ἐνετικῶν.) II suborned, X.Cyr.1.6.19, An.7.6.41, App.BC1.22, Mith.59.
Spanish (DGE)
-όν
• Alolema(s): ἔνετος I.AI 3.136
1 de pers. comprado, instigado, inducido a hablar por dinero ἄλλοι δ' ἐνετοὶ λέγοντες X.Cyr.1.6.19, cf. App.BC 1.22
•subst. ἐκβοησάντων δὲ τῶν ἐνετῶν ὅτι ... App.Mith.59
•c. ὑπό y gen. Πολυκράτης ... εἶπεν ἐ. ὑπὸ Ξενοφῶντος X.An.7.6.41, cf. Men.Fr.537.2.
2 de cosas inserto δι' αὐτῶν ἔνετοι σκυταλίδες I.AI l.c.
3 medic. que se introduce, que se administra por el ano, de medicamentos, Paul.Aeg.7.12.1.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
introduit dans ; aposté, suborné.
Étymologie: ἐνίημι.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνετός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἐνίημι, ἐγκεχυμένος, Ἰατρ. ΙΙ. κατασκευαστός, ψευδής, ἐγκάθετος, «βαλμένος», κατηγόρους ἐνετοὺς ἐπὶ τοὺς πλουσίους ἐπήγοντο Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 22, Μιθρ. 59, καὶ πιθαν. γραφ. ἐν Ξενοφ. Ἀν. 7. 6, 41 ἐνετὸς ὑπὸ Ξενοφῶντος ἀντὶ ἀναστὰς ὑπὲρ Ξ. ὡς διωρθώθη ἤδη.
Greek Monolingual
ἐνετός, -ή, -όν (AM) ἐνίημι
1. αυτός που παρεμβάλλεται, παρέμβλητος
2. αυτός που διαχέεται μέσα σε κάτι
3. βαλτός, εγκάθετος.
Russian (Dvoretsky)
ἐνετός: [adj. verb. к ἐνίημι подосланный (ὑπό τινος Xen. - v.l. ἀναστάς).