ἑλκέω: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0798.png Seite 798]] verstärktes [[ἕλκω]], zerren, schleppen; νέκυν ἕλκεον ἀμφότεροι Il. 17, 395; τινὰ πέπλοιο, am Gewande, Arat. 637; ἑλκηθεῖσαι θύγατρες, als Gefangene fortgeschleppt, Il. 22, 62. In σὲ μὲν κύνες ἠδ' οἰωνοὶ ἑλκήσουσ' ἀϊκῶς, Il. 22, 336, vgl. 17, 558, ist es zerreißen, zerzausen; – übh. mißhandeln, entehren; [[ἥλκησε]] Od. 11, 580. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0798.png Seite 798]] verstärktes [[ἕλκω]], zerren, schleppen; νέκυν ἕλκεον ἀμφότεροι Il. 17, 395; τινὰ πέπλοιο, am Gewande, Arat. 637; ἑλκηθεῖσαι θύγατρες, als Gefangene fortgeschleppt, Il. 22, 62. In σὲ μὲν κύνες ἠδ' οἰωνοὶ ἑλκήσουσ' ἀϊκῶς, Il. 22, 336, vgl. 17, 558, ist es zerreißen, zerzausen; – übh. mißhandeln, entehren; [[ἥλκησε]] Od. 11, 580. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> ἑλκήσω, <i>ao.</i> [[ἥλκησα]], <i>pf. inus;<br />Pass. seul. part. ao.</i> ἑλκηθείς;<br /><b>1</b> tirer, traîner;<br /><b>2</b> tirailler, déchirer ; maltraiter, faire violence à, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἕλκω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἑλκέω''': μέλλ. -ήσω, ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ [[ἕλκω]], [[σύρω]] ἐδῶ καὶ [[ἐκεῖ]], σπαράττω, ἐν τῷ παρατ., νέκυν... ἕλκεον ἀμφότεροι Ἰλ. Ρ. 395· ἐν τῷ μέλλ. καὶ ἀορ., κύνες ἑλκήσωσιν [[αὐτόθι]] 558 (ἄλλως: ἑλκύσωσιν)· οἱ μὲν κύνες ἠδ’ οἰωνοὶ ἑλκήσουσ’ Χ. 336· Λητὼ γὰρ [[ἥλκησε]], «ἐβιάσατο» Εὐστ., ἐπεχείρησε νὰ βιάσῃ τὴν [[Λητώ]], Ὀδ. Λ. 580· [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ., ἑλκηθείσας τε θύγατρας Ἰλ. Χ. 62· πρβλ. [[ἕλκητον]]. | |lstext='''ἑλκέω''': μέλλ. -ήσω, ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ [[ἕλκω]], [[σύρω]] ἐδῶ καὶ [[ἐκεῖ]], σπαράττω, ἐν τῷ παρατ., νέκυν... ἕλκεον ἀμφότεροι Ἰλ. Ρ. 395· ἐν τῷ μέλλ. καὶ ἀορ., κύνες ἑλκήσωσιν [[αὐτόθι]] 558 (ἄλλως: ἑλκύσωσιν)· οἱ μὲν κύνες ἠδ’ οἰωνοὶ ἑλκήσουσ’ Χ. 336· Λητὼ γὰρ [[ἥλκησε]], «ἐβιάσατο» Εὐστ., ἐπεχείρησε νὰ βιάσῃ τὴν [[Λητώ]], Ὀδ. Λ. 580· [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ., ἑλκηθείσας τε θύγατρας Ἰλ. Χ. 62· πρβλ. [[ἕλκητον]]. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 15:45, 2 October 2022
English (LSJ)
= ἕλκω, drag about, tear asunder, in impf. νέκυν . . εἵλκεον ἀμφότεροι Il.17.395
Spanish (DGE)
1 arrastrar νέκυν ... εἵλκεον ἀμφότεροι Il.17.395, Ἀχιλῆος ... ἑταῖρον ... κύνες ἑλκήσουσιν Il.17.558, cf. 22.336, c. gen. οἵ μιν ἔφαντο ἑλκῆσαι πέπλοιο los cuales decían que la había arrastrado del peplo Arat.638.
2 hacer violencia, ultrajar c. ac. Λητὼ γὰρ ἥλκεσε Od.11.580, en v. pas. ἑλκηθείσας τε θύγατρας Il.22.62.
German (Pape)
[Seite 798] verstärktes ἕλκω, zerren, schleppen; νέκυν ἕλκεον ἀμφότεροι Il. 17, 395; τινὰ πέπλοιο, am Gewande, Arat. 637; ἑλκηθεῖσαι θύγατρες, als Gefangene fortgeschleppt, Il. 22, 62. In σὲ μὲν κύνες ἠδ' οἰωνοὶ ἑλκήσουσ' ἀϊκῶς, Il. 22, 336, vgl. 17, 558, ist es zerreißen, zerzausen; – übh. mißhandeln, entehren; ἥλκησε Od. 11, 580.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. ἑλκήσω, ao. ἥλκησα, pf. inus;
Pass. seul. part. ao. ἑλκηθείς;
1 tirer, traîner;
2 tirailler, déchirer ; maltraiter, faire violence à, acc..
Étymologie: ἕλκω.
Greek (Liddell-Scott)
ἑλκέω: μέλλ. -ήσω, ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ ἕλκω, σύρω ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, σπαράττω, ἐν τῷ παρατ., νέκυν... ἕλκεον ἀμφότεροι Ἰλ. Ρ. 395· ἐν τῷ μέλλ. καὶ ἀορ., κύνες ἑλκήσωσιν αὐτόθι 558 (ἄλλως: ἑλκύσωσιν)· οἱ μὲν κύνες ἠδ’ οἰωνοὶ ἑλκήσουσ’ Χ. 336· Λητὼ γὰρ ἥλκησε, «ἐβιάσατο» Εὐστ., ἐπεχείρησε νὰ βιάσῃ τὴν Λητώ, Ὀδ. Λ. 580· οὕτως ἐν τῷ παθ., ἑλκηθείσας τε θύγατρας Ἰλ. Χ. 62· πρβλ. ἕλκητον.
English (Autenrieth)
(ἕλκω), ipf. ἕλκεον, fut. ἑλκήσουσι, aor. ἥλκησε, aor. pass. part. ἑλκηθείσᾶς: drag, drag away (as captive), Il. 22.62; of dogs pulling and tearing, Il. 17.558, Il. 22.336; of maltreating or outraging. Od. 11.580.
Greek Monolingual
ἑλκέω (Α)
1. σύρω για να κατασπαράξω («κύνες ἑλκήσουσι»)
2. (για γυναίκες) επιχειρώ να βιάσω, να διαφθείρω.
Greek Monotonic
ἑλκέω: μέλ. -ήσω, επιτετ. αντί ἕλκω, τραβώ δυνατά, τραβώ βίαια, σπαράζω, ξεσχίζω, σε Ομήρ. Ιλ.· ασκώ βία σε κάποιον, επιχειρώ επίθεση, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ἑλκέω: [intens. к ἕλκω
1) тащить, влечь (νέκυν Hom.);
2) разрывать, растерзывать (κύνες ἑλκήσουσι Πάτροκλον Hom.): ἑλκουμένης τῆς κοιλίας Plut. при мучительных резях в животе;
3) чинить насилие (ἑλκηθεῖσαι θύγατρες Hom.).
Middle Liddell
ἑλκέω, fut. -ήσω [strengthened for ἕλκω,]
to drag about, tear asunder, Il.: to attempt violence to one, Od.