ὁμοφωνία: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0342.png Seite 342]] ἡ, Gleichheit der Sprache, D. Hal. 1, 29; übh. Gleichheit des Klanges, Gleichklang, Arist. pol. 2, 5 u. Sp., προσπαίζων τῷ ὀνόματι κατὰ τὴν ὁμοφωνίαν, Ath. XI, 491 a; ᾀδόντων, Luc. de salt. 68.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0342.png Seite 342]] ἡ, Gleichheit der Sprache, D. Hal. 1, 29; übh. Gleichheit des Klanges, Gleichklang, Arist. pol. 2, 5 u. Sp., προσπαίζων τῷ ὀνόματι κατὰ τὴν ὁμοφωνίαν, Ath. XI, 491 a; ᾀδόντων, Luc. de salt. 68.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> communauté <i>ou</i> identité de langage;<br /><b>2</b> accord de sons.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμόφωνος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁμοφωνία''': ἡ, ἐν τῇ μουσικῇ, ταυτότης τοῦ μουσικοῦ ἤχου (ἴδε [[ὁμόφωνος]] ΙΙ), Ἀριστ. Πολιτ. 2. 5, 14. 2) τὸ λαλεῖν τὴν αὐτὴν γλῶσσαν, τὸ συγγενὲς τῆς ὁμοφωνίας Διον. Ἁλ. Ι, 29, κλ.
|lstext='''ὁμοφωνία''': ἡ, ἐν τῇ μουσικῇ, ταυτότης τοῦ μουσικοῦ ἤχου (ἴδε [[ὁμόφωνος]] ΙΙ), Ἀριστ. Πολιτ. 2. 5, 14. 2) τὸ λαλεῖν τὴν αὐτὴν γλῶσσαν, τὸ συγγενὲς τῆς ὁμοφωνίας Διον. Ἁλ. Ι, 29, κλ.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> communauté <i>ou</i> identité de langage;<br /><b>2</b> accord de sons.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμόφωνος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 18:00, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμοφωνία Medium diacritics: ὁμοφωνία Low diacritics: ομοφωνία Capitals: ΟΜΟΦΩΝΙΑ
Transliteration A: homophōnía Transliteration B: homophōnia Transliteration C: omofonia Beta Code: o(mofwni/a

English (LSJ)

ἡ, in Music, A unison (v. ὁμόφωνος II), Arist.Pol.1263b35; ᾀδόντων ὁμοφωνία Luc.Salt.68. II community of language, D.H. 1.29; τῶν ζῴων Ph.1.405. III metaph., agreement, concord, Procl.in Prm.p.542 S., Ecphant. ap. Stob.4.7.64.

German (Pape)

[Seite 342] ἡ, Gleichheit der Sprache, D. Hal. 1, 29; übh. Gleichheit des Klanges, Gleichklang, Arist. pol. 2, 5 u. Sp., προσπαίζων τῷ ὀνόματι κατὰ τὴν ὁμοφωνίαν, Ath. XI, 491 a; ᾀδόντων, Luc. de salt. 68.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 communauté ou identité de langage;
2 accord de sons.
Étymologie: ὁμόφωνος.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοφωνία: ἡ, ἐν τῇ μουσικῇ, ταυτότης τοῦ μουσικοῦ ἤχου (ἴδε ὁμόφωνος ΙΙ), Ἀριστ. Πολιτ. 2. 5, 14. 2) τὸ λαλεῖν τὴν αὐτὴν γλῶσσαν, τὸ συγγενὲς τῆς ὁμοφωνίας Διον. Ἁλ. Ι, 29, κλ.

Greek Monolingual

η (Α ὁμοφωνία) ομόφωνος
1. ομοιότητα φωνής ή κοινότητα γλώσσας
2. ομογνωμοσύνη, ομοφροσύνη, ταυτότητα γνώμης
νεοελλ.
μουσ. α) η απόλυτη συνήχηση ισοϋψών φθόγγων κατά την οποία πολλές συγχρόνως φωνές βρίσκονται στον ίδιο τόνο
β) τρόπος σύνθεσης κατά τον οποίο οι συνοδευτικές φωνές μιας κύριας μονωδίας περιορίζουν αισθητά ή και τελείως τη μελωδική και ρυθμική τους δραστηριότητα και υπηρετούν, ακολουθώντας ρυθμικά και πλαισιώνοντας αρμονικά, την καθαρή διαγραφή της κύριας μελωδίας, αλλ. ομοφωνικός χαρακτήρας ή ομοφωνικό ύφος ή αρμονική - κάθετη γραφή
γ) φρ. «αρχή της ομοφωνίας» — αρχή σύμφωνα με την οποία οι αποφάσεις ενός διοικητικού ή άλλου οργάνου λαμβάνονται με τις ψήφους όλων ανεξαιρέτως τών μελών του και όχι κατά πλειοψηφία
αρχ.
συμφωνία τών μουσικών ήχων, αρμονία («ὑποκριτοῦ εὐφωνίαν, ᾀδόντων ὁμοφωνίαν», Λουκιαν.).

Greek Monotonic

ὁμοφωνία: ἡ, στη μουσική, συνήχηση, ταυτοφωνία, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

ὁμοφωνία:однозвучие, унисон Arst., Luc.

Middle Liddell

ὁμοφωνία, ἡ,
in Music, unison, Arist. [from ὁμόφωνος