κακοφραδής: Difference between revisions
Ἐν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις → Magni est laboris, quicquid est pulchri uspiam → Das Schöne formt in tausendfältgen Mühen sich
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ής, ές :<br />qui a de mauvais desseins, malveillant.<br />'''Étymologie:''' [[κακός]], φράζομαι. | |btext=ής, ές :<br />qui a de mauvais desseins, malveillant.<br />'''Étymologie:''' [[κακός]], φράζομαι. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=κακοφραδής -ές [κακός, φράζομαι] onberaden, dwaas:. Αἶαν... κακοφραδές Ajax, dwaas! Il. 23.483. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κᾰκοφρᾰδής:''' [[злоумышляющий]], [[коварный]] ([[Αἴας]] Hom.). | |||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 28: | Line 31: | ||
|lsmtext='''κᾰκοφρᾰδής:''' -ές (φράζομαι), [[κακόβουλος]], σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''κᾰκοφρᾰδής:''' -ές (φράζομαι), [[κακόβουλος]], σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''κακοφρᾰδής''': -ές, (φράζομαι), ὁ κακῶς ἐπιλογιζόμενος, «[[κακόβουλος]]» (Σχόλ.), Αἶαν, [[νεῖκος]] ἄριστε, κακοφραδὲς Ἰλ. Ψ. 483, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 936· - οὐδ. κακοφραδές, ὡς Ἐπίρρ., ἀνοήτως, μωρῶς, Εὔφορος, ἐν Ἀποσπ. 50. Μόνον ποιητ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=κᾰκο-φρᾰδής, ές [φράζομαι]<br />bad in [[counsel]], Il. | |mdlsjtxt=κᾰκο-φρᾰδής, ές [φράζομαι]<br />bad in [[counsel]], Il. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:25, 2 October 2022
English (LSJ)
ές, (φράζομαι) poet. word, bad in counsel, foolish, Αἶαν, νεῖκος ἄριστε, κακοφραδές Il.23.483, cf. A.R.3.936: neut., κακοφραδές, as adverb, foolishly, Euph.98.2.
German (Pape)
[Seite 1305] ές, Schlechtes sinnend, vorhabend, Il. 23, 483 u. sp. D., wie Ap. Rh. 3, 936.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui a de mauvais desseins, malveillant.
Étymologie: κακός, φράζομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κακοφραδής -ές [κακός, φράζομαι] onberaden, dwaas:. Αἶαν... κακοφραδές Ajax, dwaas! Il. 23.483.
Russian (Dvoretsky)
κᾰκοφρᾰδής: злоумышляющий, коварный (Αἴας Hom.).
English (Autenrieth)
ές (φράζομαι): illjudging, perverse, Il. 23.483†.
Greek Monolingual
κακοφραδής, -ές (Α)
(ποιητ. λ.)
1. αυτός που διανοείται να διαπράξει κακά πράγματα, κακόβουλος («Αἶαν, νεῖκος ἄριστε, κακοφραδές», Ομ. Ιλ.)
2. (το ουδ. ως επίρρ.) κακοφραδές
ανόητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -φραδής (< φράζω), πρβλ. ολιγοφραδής.
Greek Monotonic
κᾰκοφρᾰδής: -ές (φράζομαι), κακόβουλος, σε Ομήρ. Ιλ.
Greek (Liddell-Scott)
κακοφρᾰδής: -ές, (φράζομαι), ὁ κακῶς ἐπιλογιζόμενος, «κακόβουλος» (Σχόλ.), Αἶαν, νεῖκος ἄριστε, κακοφραδὲς Ἰλ. Ψ. 483, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 936· - οὐδ. κακοφραδές, ὡς Ἐπίρρ., ἀνοήτως, μωρῶς, Εὔφορος, ἐν Ἀποσπ. 50. Μόνον ποιητ.
Middle Liddell
κᾰκο-φρᾰδής, ές [φράζομαι]
bad in counsel, Il.